Έμαθα ότι στα χωριά μου πέφτουν στοιχήματα για το ποιος είναι ο κύριος Χ. Και κανείς δε χάνει. Πάντως στην εποχή που οι πολιτικοί αρπάζουν από την τσέπη μας και τα ρίχνουν στην από μέσα, το να ψάχνει ένας πολιτικός χαμένους θησαυρούς, είναι χόμπι που κανέναν δεν ενοχλεί. (Σχετικό με το θέμα σχόλιο).
Χαράματα η ώρα πέντε (και όχι τρεις που λέει και το τραγούδι) χτυπάει το τηλέφωνο. Ο Στέλιος ταράχτηκε γιατί δε συνηθίζεται να σε θυμάται κάποιος για καλό τέτοια ώρα. Το σηκώνει κι ακούει τη χαρακτηριστική φωνή του γνωστού πετυχημένου επιχειρηματία και στελέχους της τοπικής αυτοδιοίκησης. Φίλος του πατέρα του ο κύριος Χ (οφείλουμε να διατηρήσουμε την ανωνυμία των επωνύμων, τους υπόλοιπους δε, τους ξεφωνίζουμε όσο θέλουμε) από τα παιδικά τους χρόνια, ήταν αρκετά εξοικειωμένος με το Στέλιο που τον γνώριζε από παιδί. Τον έπαιρνε συχνά σε εξορμήσεις και πέρασε μαζί του αρκετές στιγμές τρέλας. Από αυτόν την κόλλησε τη λόξα με το κυνήγι θησαυρού. Ο κύριος Χ, δεν είχε ανάγκη από χρήματα, αφού δεν ήξερε τι είχε. Αλλά όσα περισσότερα έχεις, τόσα περισσότερα ζητάς. Το ταμάχι αυτό δεν μπορούσε να το εξηγήσει ο Στέλιος.
Θα μπορούσε να θυμηθεί πολλά περιστατικά από τον κύριο Χ. Πώς να ξεχάσει το σκάψιμο σε μουσουλμανικά νεκροταφεία έξω από ένα χωριό; Ο Στέλιος έσκαβε ανελέητα και ο κύριος Χ, που δεν ξέρει πως πιάνουν την τσάπα χωρίς να χαλάσει το μανικιούρ, φυλούσε υποτίθεται τσίλιες, αλλά δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως τους συνοριοφύλακες που πλησίαζαν. Δεν προλάβαιναν τα τρέχουν στο αυτοκίνητο κι από κει όπου τους βγάλει ο δρόμος. Τους έβγαλε μέσα στο χωριό όπου γινόταν γάμος, με κόσμο, ζουρνάδες, νταβούλια, νυφοπάζαρο λίγο παραπέρα κι όλα τα σχετικά. Για να αποφύγει το γάμο ο Στέλιος, έστριψε σε ένα στενό. Το οποίο οδηγούσε κατευθείαν σ' ένα μαντρότοιχο. Το γάμο τον απέφυγαν. Τους συνοριοφύλακες όχι. Ο Στέλιος ήταν έτοιμος για χειροπέδες, αυτόφωρο, διασυρμό και ποιος ξέρει τι άλλο. Αλλά η άνεση του κυρίου Χ και το γεγονός ότι ήταν αναγνωρίσιμος τον έσωσε.
«Είμαστε καλεσμένοι σε ένα γάμο και χαθήκαμε στα στενά. Είδατε εσείς, ρε παιδιά, πού γίνεται ο γάμος;» Πόσο αφηρημένος είναι, βρε παιδί μου, ο κύριος Χ; Κι από παρατηρητικότητα ούτε ίχνος. Ούτε αυτός ούτε ο οδηγός του. Και βέβαια τον είδανε, από δίπλα πέρασαν. Τους οδήγησαν στο γάμο, καληνύχτισαν ευγενικά, βάρεσαν και πέντε δέκα προσοχές, έκαναν άλλες τόσες υποκλίσεις στον άρχοντα και αποχώρησαν. Ευτυχώς στο γάμο που πήγανε, δε φάνηκαν εντελώς ξεκάρφωτοι. Πώς έτυχε να παντρεύεται η ξαδέρφη της Σιμπέλ και να πέσουν πάνω σε δικούς τους ανθρώπους. Έτσι, μόλις είδαν την Σιμπέλ και τον Σαμπρή να τους καλωσορίζουν, πείστηκαν και οι συνοριακοί. Βέβαια η απορία από το βλέμμα της Σιμπέλ έκανε αρκετή ώρα να φύγει. Μέχρι να της εξηγήσουν ότι δεν ήξεραν τίποτα για το γάμο και ότι άλλα έψαχναν. Γενικά η Σιμπέλ ήταν πολύ έξυπνη, αλλά αυτό το βίτσιο με το ψάξιμο δεν το πολυκαταλάβαινε.
.................................................................................
Αν και δόθηκαν εξηγήσεις στη Σιμπέλ για το πώς βρέθηκαν στο χωριό της ξαδέρφης της, ο κύριος Χ δεν έδωσε καμιά εξήγηση στο Στέλιο για το λόγο του πρωινού ξυπνήματος.
«Σήκω όπως είσαι. Θα περάσουμε σε δέκα λεπτά να σε πάρουμε. Πρέπει να μας πας στα Πετρωτά. Σ’ εκείνα τα μέρη μόνο εσύ δε χάνεσαι» είπε ο κύριος Χ στο Στέλιο (για να επιστρέψουμε και στα γεγονότα που μας αφορούν).
Μέσα στο άγριο ξημέρωμα, στον ύπνο του τα έβλεπε τα Πετρωτά; Σε δέκα λεπτά ο Στέλιος ήταν έξω από το σπίτι του, έτοιμος να ξεναγήσει τον κύριο Χ και την παρέα του. Μαζί με τον κύριο Χ ήταν ένας συνάδελφός του, επίσης επιτυχημένος επιχειρηματίας, ο κύριος Ψ από την Αθήνα (άλλος επώνυμος ο οποίος πρέπει να κρατήσει την ανωνυμία του) και ο παρατρεχάμενός του. Έψαχναν να βρουν τα σημάδια του πειρατή του Σούσουρα, που ο Θεός ξέρει τι έκρυψε σ’ εκείνη την περιοχή. Όρεξη για περπάτημα να είχαν. Σχετικά με το περπάτημα δεν ξέρω, αλλά ο κύριος Χ συνήθως έχει όρεξη γενικώς. Και πολύ σύντομα άρχισαν οι από την όρεξη προερχόμενες παρενέργειες. Τη μια κουραζόταν, την άλλη ήθελε νερό, μόνο το ταπεράκι με τα κεφτεδάκια δε ζήτησε. Και, αφού κανείς δε νοιάστηκε να πάρει νερό μαζί του, βολεύτηκε μ' ένα πεταμένο μπουκάλι με θολό περιεχόμενο. Χωρίς να ανησυχεί μήπως τον πιάσει κόψιμο και χωρίς να δίνει σημασία στην προσπάθεια των υπολοίπων να τον αποτρέψουν.
«Μια χαρά νεράκι του θεού ήταν. Νιώθω καλύτερα».
Αφού είδαν τα σημάδια που ήθελαν, άρχισε η επιστροφή τους προς το όχημα που τους περίμενε. Αλλά, στο μεταξύ, από τη μια η χρήση θολού νερού κι από την άλλη το γεγονός ότι το έντερο του κυρίου Χ δούλευε ρολόι, έγινε στάση για εκκένωση. Για να διαπιστωθεί στη συνέχεια ότι η εκδρομή, δεν ήταν καθόλου οργανωμένη τελικά.
«Κωλόχαρτο έχετε»;
«'Οχι βέβαια, ούτε κωλόχαρτο ούτε χαρτομάντιλο ούτε καν εφημερίδα. Μωρομάντιλο σου κάνει; Ούτε απ’ αυτό υπάρχει. Βολέψου με καμιά πέτρα». Αυτό το παιδί ο Στέλιος, άμα αρχίσει, τα λέει μαζεμένα. Τι ζήτησε ο άνθρωπος; Ένα απλό κωλόχαρτο.
«Με ποιους έχω μπλέξει! Ούτε νερό ούτε κωλόχαρτο, που πάτε, ωρέ συντρόφια!» Αυτά τα συντροφικά τα συνήθιζε ο κύριος Χ, γιατί πάνω απ’ όλα ήτο σοσιαλιστής. Σκούπισε τη χαράδρα ανάμεσα στα χοντρά οπίσθιά του με πέτρες και σηκώθηκε ξύνοντας τον κώλο του. Συνεχίζοντας να ξύνει τον κώλο του και, καθώς είχε αδειάσει το μέσα του, τηλεφώνησε σε παρακείμενη ταβέρνα, πήρε τα συντρόφια του και πήγε να τους κάνει ένα συντροφικό τραπέζι. Αν και ήταν πρωί ακόμη, η παραγγελιά στον Κυριάκο τον ταβερνιάρη ήταν να ζυμώσει και τα πέντε κιλά κιμά που διέθετε.
Στην ιδέα ότι θα πλακωθεί στους κεφτέδες, είχε ξεχάσει και τη φαγούρα στον κώλο και την ταλαιπωρία και τα σημάδια και το θησαυρό του Σούσουρα. Ο Στέλιος όμως, θα τα θυμόταν και το βράδυ που θα συναντούσε τους άλλους. Να θέλεις ν’ αγιάσεις και να μην μπορείς...
3 σχόλια:
Σας ανακάλυψα στου ΙοννΚορρ του Προέδρου πλέον. Μου αρέσει ο χώρος σας θα κάνω και μια "αρμένικη επίσκεψη" αυτές τις μέρες να σας γνωρίσω καλύτερα.
Καλό βράδυ
Χα..χα..
Με πρόλαβε ο Χριστόφορος....
Ήρθα να αφησω μια προεδρική καλημέρα!!! χα..χ.α.
Πρόεδρε και φίλε του Προέδρου (μπορούμε να σας κάνουμε κι εσάς πρόεδρο στο σωματείο μας) τα σέβη μου.
Κατσγούμαν
Αρχιπρόεδρος
Δημοσίευση σχολίου