Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Ο Ρέμος, τα ρεμάλια και οι ρεμούλες


Άφωνη έμεινα. Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, δάνεια εκατομμυρίων και υπεξαιρέσεις από εφοπλιστή; Αυτοί δεν είναι η ελπίς της πατρίδος; Γι’ αυτό δεν τους αφήνουμε να αλωνίζουν αφορολόγητοι; Συκοφαντίες. Να δεις που πρόκειται για συκοφαντίες. Που κάποιοι σκοτεινοί κύκλοι θέλουν να σπιλώσουν την προσπάθεια που κάνουν αυτοί οι ευεργέτες να στηρίξουν την ελληνική οικονομία, δίνοντας ψωμί (ξερό και σκέτο) σε τόσες οικογένειες.
Αχάριστη Ελλάδα. Και ψεύτρα κι υποκρίτρια. Από τη μια δίνεις αβέρτα, μας κακομαθαίνεις, μας κάνεις να ζητάμε κι άλλα, να κοιτάμε την τσέπη μας, την πάρτη μας, την καλοπέρασή μας, να χάνουμε το ήθος μας και τις αρχές μας, να χάνουμε τις αξίες μας και να τις αντικαθιστούμε με τις τιμές. Κι εκεί που όλα είχαν μια τιμή, ανεβασμένη στα ύψη, μας δίνεις μια και τα καταστρέφεις όλα. Και το χρήμα γίνεται βρώμικο και πρέπει να το ξεπλύνουμε. Στη Μύκονο, αχόρταγες αδελφές μου. Στη Μύκονο με τα ωραία της. Να το ξεπλύνουμε στη σαμπάνια και με τους ήχους ασμάτων λαϊκών.
Αχ, λέω για Μύκονο και πώς να μη σπαράξω; Που όλοι οι ξένοι μας ζηλεύουν επειδή μπορούμε και γλεντάμε στη Μύκονο. Που μπορούμε να αδιαφορούμε για τη δυστυχία και την ανέχεια των ανθρώπων γύρω μας και να το ρίχνουμε με λύσσα στο γλεντοκόπι. Ναι, ρε. Έχουμε ένα τέτοιο νησί που προσφέρει ξεσάλωμα που δεν είδατε ούτε στον ύπνο σας. Και σας γράφουμε στ’ αρχίδια μας, ρε ξενέρωτοι βόρειοι, που λειτουργείτε σαν ρομπότ. Και κάνουμε και χοντροκομμένο χιούμορ εις βάρος σας κι άμα γουστάρετε. Έτσι, ρε. Επειδή μπορούμε (και μπορούμε επίσης να χρησιμοποιούμε πρωτότυπες εκφράσεις όπως αυτή).
Κόμπλεξ, μάνα μου. Μόνο κόμπλεξ. Μόνο σε κόμπλεξ οφείλεται το ότι λύσσαξαν οι ξένες εφημερίδες για τον Ρέμο και τις εξυπνάδες που έλεγε στα ρεμάλια που είχαν μαζευτεί στο μυκονόμπαρο, όπου η σαμπάνια έρρεε, η κόκα είχε ανεβάσει τη διάθεση στο κόκκινο, οι από τύχη φραγκάτοι (που επίσης από τύχη διατηρούνται φραγκάτοι) αναζητούσαν τρύπα για να πληρώσουν και να περάσουν τη βραδιά κι οι γκομενίτσες έδειχναν τα μουνάκια τους ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Παλιές συνήθειες που δεν μπορούμε να κόψουμε. Έχετε κάνα πρόβλημα, φίλοι Ευρωπαίοι που περνάμε καλά στη Μύκονο;
Ναι, ρε. Δε γουστάρουμε τους πολιτικούς. Τους ρίχνουμε και μούντζες. Να καεί το μπουρδέλο η Βουλή. Θέλουμε να γίνει ναός της δημοκρατίας το κάθε μυκονόμπαρο, ιέρεια του θεσμού το κάθε ξεβράκωτο τσουλάκι, πρωθυπουργός ο κάθε τραγουδιστής που, με τις επαναστατικές του ατάκες, αναπτερώνει το πεσμένο μας ηθικό. Αυτές τις μέρες γουστάρουμε Ρέμο. Αυτόν τον τύπο που τον χρυσοπληρώσαμε. Γι’ αυτό τον πληρώσαμε. Για να συντηρεί με λόγο επαναστατικά υβριστικό τον τρόπο ζωής που επιλέξαμε: Της χλιδής, του νεοπλουτισμού, της αρπαχτής, της σάχλας, του κενού, του στεγνού ξεσαλώματος.
Ο Έλληνας είναι ένα είδος που η εξέλιξή του φαίνεται στο λαϊκό τραγούδι. Ξεκινώντας από το ρεμπέτικο όπου με αξιοπρέπεια και τρόπο δωρικό περιγράφονται οι έρωτες, η φτώχεια και τα προβλήματα της καθημερινότητας, περάσαμε σε περιγραφές των ίδιων θεμάτων με λυγμό και σπαραγμό. Το εμπλουτίσαμε και με λίγο «έξω καρδιά» (και ντέρντια και καημοί) για να ενισχύσουμε τον ωχαδερφισμό μας, περάσαμε στο χαβαλεδιάρικο, στο σκυλάδικο και καταλήξαμε στους Ρέμους, τους Πλούταρχους και τους Σφακιανάκηδες. Στο ρηχό, συνθηματικό τραγούδι τους. Που η υπερβολή στη λάμψη που το περιβάλλει καλύπτει την ουσία που του λείπει. Που οι τραγουδιστές παίζουν το ρόλο του καθοδηγητή του πλήθους. Που μπήκε σ’ όλα τα ΜΜΕ για να επιβάλει τρόπο ζωής. Για να δημιουργήσει το νέο είδος του Έλληνα.
Το νέο είδος του Έλληνα δε διασκεδάζει. Γλεντοκοπάει και ξεσαλώνει. Δεν ακούει μουσική, δε νιώθει το τραγούδι. Ακούει εύκολους ήχους που θα τους θυμάται για το επόμενο εξάμηνο. Δεν τραγουδάει τον πόνο και τον καημό, τραγουδάει την κάψα, την έπαρση, το σύνθημα, τη δηθενιά. Το νέο είδος του Έλληνα είναι βουτηγμένο στη φτήνια και γλείφει τη χλιδή, νομίζοντας πως θα βρει τις ισορροπίες του. Είναι ανισόρροπο το νέο είδος του Έλληνα και επικίνδυνο για την ανθρωπότητα. 
Αυτό το είδος του Έλληνα που γλεντάει με το πιο άθλιο είδος μουσικής, που, ακόμη κι αν δεν έχει το χρήμα για να πάει να ακούσει το Ρέμο στη Μύκονο, θα περάσει ένα μήνα με στερήσεις για να πάει να του τα σκάσει κάπου στην παραλιακή. Αυτό το είδος του Έλληνα, με αυτά τα πρότυπα, αυτές τις αντιλήψεις, αυτή τη νοοτροπία, επιβιώνει ακόμη και στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, παρασιτώντας σε βάρος των υπολοίπων που αγωνίζονται να σωθούν από τη φτώχεια. Φτώχεια που αυτό το είδος του Έλληνα προκάλεσε.
Κανονικά, αυτό το είδος πρέπει κάποια στιγμή να κοιταχτεί στον καθρέφτη, να σιχαθεί τον εαυτό του και να αυτοκαταστραφεί. Αν δεν το κάνει, πρέπει να το καταστρέψουμε εμείς. Και θα καταστραφεί αν καταστρέψουμε τα είδωλά του. Τον κάθε Ρέμο και το κάθε ρεμάλι που καλλιέργησε τη φιλοσοφία της ρεμούλας. Πρέπει κάποια στιγμή, αντί για λουλούδια, να τους πετάξουμε σκατά.


Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Τα πουλάκια και οι πούλοι



Ξεκινάω με ένα τραγούδι αγαπημένο, έναν υπέροχο συγκαθιστό από τα χωριά μου τα παλιά, για να μπω στη συνέχεια στο θέμα μου.
Αυτό το τραγούδι πάντα με συγκινούσε. Αυτό το πουλάκι που ήταν λυπημένο επειδή το ταίρι του το εγκατέλειψε στα καλά καθούμενα, στην καρδιά μου το είχα. Αντιθέτως, εκείνο το ταίρι του που θα βρήκε ν' αρπάξει κάναν άλλο πούλο, μου ερχόταν να πάω να το βρω, να το αρπάξω απ’ το μαλλί και ν' αρχίσω να το σαβουρλαντάω αλύπητα. Σκεφτόμουν όμως ότι κάποια στιγμή θα του επιστραφεί η τσουλίστικη συμπεριφορά του από τον άλλο πούλο, θα γυρίσει μετανιωμένο και στο μεταξύ το πουλάκι μας θα έχει βρει το ταίρι που του αξίζει, κι έτσι θα πάρει κι από κει τον πούλο. Όχι για να εκδικηθεί ή για να πάρει το δάκρυ του πίσω, αλλά γιατί πρέπει να έχουμε αυτό που μας αξίζει.
Παραμένω στον κόσμο των πουλιών και περνάω σε ένα αγαπημένο μου θέαμα: Τον περιστέρη πέφτουλα και τη ναζιάρα περιστέρα. Όχι πως έχω το βίτσιο να ανακατεύομαι στις ερωτικές τους περιπτύξεις, αλλά μ’ αρέσει να παρακολουθώ τις συμπεριφορές τους και να τις συγκρίνω με τις αντίστοιχες συμπεριφορές των ανθρώπων. Με είχε εντυπωσιάσει κάποτε ένα αρσενικό που είχε πρηστεί από το φούσκωμα για να εντυπωσιάσει το θηλυκό, αλλά το μόνο που εισέπραττε ήταν φτύσιμο ανελέητο. Δεν το έβαζε κάτω. Κι όσο το αρσενικό επέμενε, τόσο η τσουλάρα του έριχνε χλαπάτσες στα μούτρα. Είδε απόειδε το έρμο το αγόρι κι έφυγε παραπέρα απογοητευμένο και ταλαιπωρημένο. Η τσουλίτσα έκοβε βόλτες πουλώντας ωραιάδα δεξιά κι αριστερά στα περιστερόπουλα που κυκλοφορούσαν στο πάρκο, με σκοπό να ικανοποιήσει το ναρκισσισμό της. Πράγμα που της τρίφτηκε στη μάπα μόλις είδε το αρσενικό που την πολιορκούσε να παίζει με άλλη, η οποία ναι μεν του έκανε ναζάκια, αλλά ήταν ολοφάνερο πως έψαχναν ένα ήσυχο μέρος για να κουτουπωθούν. Η ναρκισσίστρια περιστέρα, αφού είδε πως δεν πέφτουν όλοι στα πατώματα για χάρη της, έτρεξε να βρει τον παλιό της θαυμαστή που της είχε ανεβάσει την αυταρέσκεια στα ύψη. Τώρα τον διεκδικούσε. Ο περιστέρης όμως έφυγε με την καινούργια που έκανε παιχνιδάκια χωρίς να τον βασανίζει. Η συμπεριφορά του μου θύμισε τη σκέψη που έκανα για το πουλάκι του τραγουδιού.
Αυτό δείχνει πολύ απλό και, λογικά, θα έπρεπε να συμβαίνει και στον κόσμο των ανθρώπων. Δε συμβαίνει. Πίσω από την απλή σκέψη, το απλό συναίσθημα, την απλή συμπεριφορά για κάθε σχέση που κάνουμε, υπάρχει και το βίτσιο, το γαμώτο, το όπως θες πες το. Οι περισσότεροι είμαστε γραμματόσημα. Δε θέλουμε αυτό που μας αξίζει. Θέλουμε αυτό που μας φτύνει, μας πληγώνει, μας ακυρώνει. Αυτό που το θεωρούμε ανέφικτο, τρομάρα του. Αυτό που ίσως πιστεύουμε πως, αν το κατακτήσουμε, κατακτούμε ένα στόχο.
Ένα στόκο κατακτούμε. Στο κεφάλι μας. Μια ικανοποίηση ότι τελικά τα καταφέραμε, απολύτως επιπόλαιη και απολύτως προσωρινή. Μια φίλη μου δέχτηκε άπειρες φορές πίσω τον καλό της (ωραία λέξη βρήκα να χρησιμοποιήσω για το κακό που την έβρισκε κάθε φορά) ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα της δώσει αυτό που της αξίζει. Κι αυτός κάθε φορά ξανάφευγε είτε γιατί κάτι καινούργιο και φανταχτερό του γυάλισε είτε γιατί περίμενε κι αυτός να πάρει κάποια στιγμή αυτό που του άξιζε από κάτι παλιό που τον πρόδωσε. Κύκλος μέσα στον κύκλο, φαύλοι κύκλοι ομόκεντροι που σχηματίζονταν ξανά και ξανά, κύκλοι που δεν κλείνουν ποτέ. Το πολύ πολύ να γίνουν δίνη απ’ αυτή που σε παίρνει και σε σηκώνει. Αυτό που περιμένει, δε θα το πάρει ποτέ. Όσες φορές κι αν επιστρέψει ο καλός της. Γιατί έτσι είναι. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να το αποφασίσει. Δεν της έφυγε η πίκρα για το ανικανοποίητο, για το γαμώτο για όσα έδωσε και δεν πήρε, για το ότι δεν πήρε αυτό που της άξιζε. Ξέρει πια πως δε θα το πάρει ποτέ αλλά, ευτυχώς, δεν τον βλέπει πια ως το ανέφικτο που έχασε και πρέπει να ξανακερδίσει.
Ανέφικτο τελικά δεν είναι να πέσει στα πατώματα αυτός που κάποτε μας έφτυσε. Άσε που ξέρουμε ότι θα το ξανακάνει γιατί οι συμπεριφορές μας, όπως όλα γύρω μας, κάνουν κύκλους.  Ανέφικτο είναι να δίνουμε και να παίρνουμε αυτό που μας αξίζει. Κι όσο θα είμαστε τυφλοί, εγωιστές και θα ζητούμε να ικανοποιήσουμε το ανικανοποίητο, τα πουλάκια θα κουτουπώνονται ευτυχισμένα κι εμείς θα παίρνουμε πούλους αβέρτα.



Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Ζωή παραμυθένια στην τραχανοπλαγιά


Έψαχνα εδώ και κάτι χρόνια να βρω ποντιακά ζυμαρικά. Κοτζάμ Αθήνα και να μην μπορώ να πετύχω ούτε ένα ποντιακό κατάστημα στο δρόμο μου. Μόνο κρητικά. Γέμισε ο τόπος κριθαρένιο παξιμάδι.
Είχε γίνει καλή προώθηση της κρητικής διατροφής, κάποια εποχή (κάπου δέκα με δεκαπέντε χρόνια πριν) κι όλοι πλακώθηκαν στους ντάκους. Είχε γίνει το απόλυτο έδεσμα. Ντάκοι παντού. Όπου κι αν πήγαινες να φας έξω, μπορεί να μην έβρισκες την κλασική μαρουλοσαλάτα που έμαθες να τρως απ’ τη μάνα σου, δεν υπήρχε όμως περίπτωση να μη βρεις ντάκο. Και ρόκα παρμεζάνα. Δηλαδή απ’ αυτά που όλοι τρώγαμε και στα χωριά μας. Δεν είναι κακό να τρως κάτι που δεν έτρωγες στο χωριό σου. Είναι όμως βλακώδες να αφήνεις το φαγητό σου να γίνει μόδα και τάση της εποχής.
Εγώ, που λες, στο χωριό μου έτρωγα πολλά καλούδια που δεν τα ανακάλυψε ακόμη η υπόλοιπη Ελλάδα. Όπως και τα ποντιακά ζυμαρικά που έψαχνα για χρόνια. Όπως και καβουρμά. Που φέρνει καμιά φορά γνωστό σουπερμάρκετ. Όπως και τραχανά με λαχανικά. Που έφερε πέρυσι το ίδιο σουπερμάρκετ και τον βάφτισε θρακιώτικο. Τον άρπαξα χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν ενθουσιάστηκα γιατί εμείς στη Θράκη τον τρώμε καυτερό κι αυτός ήταν γλυκός. Το διόρθωσα. Προσφάτως έφερε και τα ποντιακά ζυμαρικά που έψαχνα. Ευριστέ από την Κοζάνη τα ονόμασε. Τα άρπαξα κι αυτά.
Στο χωριό μου (η Κομοτηνή είναι αυτό) ο παππούς μου έτρωγε ρόκα όταν ήμουν μικρή. Πολύ πριν κυκλοφορήσει στα εστιατόρια παρέα με την παρμεζάνα. Του την έφερνε ένας φίλος του από το κτήμα του. Εμένα μου βρομούσε και δεν την πλησίαζα. Όταν μεγάλωσα, άλλαξα γνώμη. Ήθελα να την ξαναμυρίσω. Παππούς δεν υπήρχε, ούτε φίλος με κτήμα. Βρήκα κάτι ματσάκια σε πάγκο λαϊκής από έναν Τούρκο μπαχτσεβάνη. Έγινε ο μόνιμος προμηθευτής μου. Λίγα χρόνια μετά, όλοι οι πάγκοι των μανάβηδων, μου έτριβαν τη ρόκα στα μούτρα. Και τα εστιατόρια. Με παρμεζάνα. Και πιάτα του στυλ χοιρινό με σάλτσα με μέλι και ξηρούς καρπούς, κάστανα, μήλο, μανταρίνι, ελιές, φασκόμηλο και τσάι του βουνού, γαρνιρισμένο με βατόμουρα και μύρτιλα φλαμπέ.
Τα εστιατόρια άλλαξαν. Πέρα από το ότι δε βρίσκεις πλέον ούτε ρόκα παρμεζάνα στο μενού, έγιναν πιο χύμα, λιτά και προσιτά στον νεόπτωχο που επιστρέφει στις ρίζες του. Άλλαξαν και οι ονομασίες τους. Εκεί που είχαν κάτι μεγαλόπρεπα και πομπώδη ονόματα, κάτι λατινικά και καθαρευουσιάνικα, τώρα το γύρισαν στο υποκοριστικό: Καλαμάκι, μπιφτεκάκι, γιαουρτάκι, σαρδελάκι, κουραδάκι και πάει λέγοντας. Ύμνος στην απλότητα, σα να λέμε. Σε κάνουν να νιώθεις πως δε θα αφήσεις τα μαλλιά της κεφαλής σου στο μοντέρνο χώρο τους. Πως αυτό το υποκοριστικό υπάρχει και στις τιμές τους κι έτσι όταν πληρώνεις νιώθεις μόνο ένα γδαρσιματάκι, πιασοκωλάκι, κωλοδαχτυλάκι και τέτοια.
Έχω αδυναμία στο καλό φαΐ. Απ’ όπου κι αν προέρχεται. Κι από την Κρήτη κι από τον Πόντο κι από την Ασία κι από την Ιταλία. Αλλά αυτή η μόδα στην κουζίνα αλλάζει σαν τη μόδα των πουκαμίσων μας. Γίνεται να μπορούν να κατευθύνουν το γούστο μας στο φαγητό; Να που γίνεται. Εκεί που κοντέψαμε να γίνουμε Ιταλοί και Γάλλοι, γιατί κάθε καλό εστιατόριο έπρεπε να μπερδεύει την ελληνική κουζίνα με την ιταλική και τη γαλλική, τώρα την έχουμε δει επιστροφή στις ρίζες και προϊόντα της γιαγιάς από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Πέρα από το ότι το καλό εστιατόριο, για να ζει στην εποχή του, πρέπει να σερβίρει τραχανά με λουκάνικα, έχουμε και την άλλη τάση: Do it yourself τη λένε. Μάθε, μωρή άχρηστη, να βράζεις τον τραχανά, που τόσα χρόνια την είχες δει γιάπισσα και δεν ήξερες ούτε πώς μπαίνει το νερό στο ποτήρι. Τώρα που είσαι άνεργη, μάθε να κάνεις πράγματα μόνη σου. Είναι και της μοδός, άλλωστε.
Η ξεπεσμένη γιάπισσα θα την ακολουθήσει την τάση και θα χωθεί στην κουζίνα της να κάνει πως μαγειρεύει. Θα ανακαλύψει έναν καινούργιο κόσμο. Θα ανακαλύψει μέχρι και το χρώμα ζαχαροπλαστικής που θα βάλει στα χαντμέιντ καπκέικ της –έδεσμα που πρέπει απαραιτήτως να υπάρχει στο τραπέζι της. Δε θα μπορέσει όμως να αποχωριστεί τον παλιό της κόσμο. Τόσα χρόνια το μπραντ νέιμ ήταν κανόνας για κάθε της επιλογή. Συχνά ήταν κανόνας που επέβαλλε η ίδια και στους άλλους, μέσα από τη δουλειά της. Μόνο μ’ ένα τέτοιο μπορούσες να επιβιώσεις και να σταθείς στην αγορά. Όταν έχεις ζήσει για τη φίρμα, πώς να ανεχτείς τον χύμα τραχανά απ’ το τσουβάλι στην Ευριπίδου; Θα δώσεις κάτι παραπάνω (αυτό το κάτι παραπάνω, συχνά είναι η τιμή του προϊόντος του τσουβαλιού επί δέκα) και θα αγοράσεις τον ίδιο τραχανά με ετικέτα. Το μάρκετινγκ εξακολουθεί να κάνει καλά τη δουλειά του, όσο φτωχοί κι αν γίναμε.
Οι εποχές και οι τάσεις αλλάζουν, ο κόσμος δεν αλλάζει. Η ετικέτα πρέπει να είναι κολλημένη στο κούτελο των προϊόντων, όπως μάθαμε να την κολλάμε και στο κούτελο των ανθρώπων. Έχω δει ετικέτα σε μπουκάλι με μαστιχόνερο. Το νερό που μέσα του έχει μουλιάσει μαστίχα Χίου. Αυτό που το κάνουν οι Χιώτες στην καθημερινότητά τους (και εδώ και δύο χρόνια το κάνω κι εγώ) το τόσο απλό, πωλείται με ετικέτα και όλοι οι λάτρεις της υγιεινής διατροφής τρέχουν να το αγοράσουν.
Τέτοια εποχή οι γιαγιάδες μας έφτιαχναν τον τραχανά, τον άπλωναν στον ήλιο να στεγνώσει και τον κρατούσαν για να ξεχειμωνιάσουν. Γλυκός για πρωινό, κόκκινος για μεσημέρι και ξινός για βράδυ, ήταν η τάση στα χωριά μου. Ή κάπως έτσι. Φαγητό για κάθε μέρα. Τώρα το να φτιάχνεις τραχανά είναι υψηλή τέχνη και το ταπεινό φαγάκι μετατράπηκε σε γκουρμέ. Τότε η λέξη τραχανοπλαγιά ήταν συνώνυμο της χωριατιάς, της αξεστίλας και της χοντροκοπιάς. Τώρα φαντάζει σαν ένας τόπος μαγικός που όλοι θέλουμε να τον περιδιαβούμε γιατί παράγει προϊόντα υψηλής ποιότητος, διατροφικής αξίας και τιμής. Άσε που είναι και οι ρίζες μας, που πρέπει να ανακαλύψουμε. Και πάνω απ' όλα είναι τάση κι εμείς οι τρεντογκόμενες δεν αφήνουμε τις τάσεις να μας ξεφύγουν. 
Και δε ζει η γιαγιά μου, που είχε φτιάξει τόνους τραχανά, να δει αυτό το μεγαλείο και να δικαιωθεί.


Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Ο Σακκάς και ο Σκατάς στη χώρα της Δικαιοσύνης


Όσο περνούσε ο καιρός κι όσο πλησιάζαμε στο τέλος (που ευτυχώς ήταν αίσιο), βλέπαμε να γίνονται μάχες ανελεήτες για την υπόθεση του Κώστα Σακκά. Άλλος να τον κάνει σύμβολο και να ετοιμάζεται να τυπώσει τη φάτσα του σε μπλουζάκι, άλλος να συμπάσχει με το δράμα του, άλλος να ζητάει δικαιοσύνη, άλλος να τον βρίζει, όπως βρίζει κάθε αναρχικό, έτσι, επειδή είναι επικίνδυνος για την τάξη που έχει στο σκατένιο μυαλό του, και άλλος να αναρωτιέται ποιος είναι αυτός που η φωτογραφία του κυκλοφορεί στα μισά προφίλ του φβ.
Όλοι είχαν βγάλει συμπεράσματα ανάλογα με το πώς βλέπουν τα πράγματα. Από τη μια τον στήριξαν μέχρι και αριστερούτσικοι υπέρμαχοι της υπευθυνότητας ή αστοί υπέρμαχοι της νομιμότητας κι από την άλλη κάποιοι τολμούσαν να δηλώνουν πως απολαμβάνουν τον αργό θάνατο ενός νέου, αποδεικνύοντας πόσο σάπια είναι η φύση του ανθρώπου, πόσο οι φασιστικές πεποιθήσεις τη σαπίζουν ακόμα περισσότερο. Δε θα μείνω στα φασιστικά επιχειρήματα, αφού μόνο αν κάποιος είναι ηλίθιος ή βαλτός τα υποστηρίζει. Ή τελικά δεν καταλαβαίνει τι είναι νόμιμο και τι είναι ηθικό. Πρέπει να είναι ο ορισμός του κρετινισμού αυτός που δεν καταλαβαίνει ότι με τον ίδιο νόμο που έπρεπε να αποφυλακιστεί ο Σακκάς, αποφυλακίστηκαν όλα τα λαμόγια (έστω, τα «άτυχα» που συνελήφθησαν) που καλοπέρασαν σε βάρος του ελληνικού λαού και μας οδήγησαν στην κατάσταση που βρισκόμαστε. Κανένας από αυτούς τους σκατάδες, που δεν έκρυβαν τη χαρά τους για τον αργό θάνατο του Σακκά, δε διαμαρτυρήθηκε για τον ανήθικο αυτό νόμο που απελευθερώνει τέτοιους στυγνούς εγκληματίες, αλλά κρατάει τρία χρόνια προφυλακισμένο κάποιον που δηλώνει αναρχικός.
(Όταν το κεφάλι κουβαλάει σκατά, αναρχικός ίσον τρομοκράτης και κράτος ίσον τάξη και ασφάλεια. Αυτή η ιδεολογία είναι ο φόβος κι ο τρόμος του σκατένιου συστήματος -το είδαμε και στις επιθέσεις αστυνομικών σε όσους τολμούν να κάνουν κινήσεις υποστήριξης του απεργού πείνας- όμως μόνο κάποιος με κεφάλι γεμάτο σκατά έχει πειστεί πως το σύστημα αποτελεί καταφύγιο για τον πολίτη).
Η αδικία της ελληνικής δικαιοσύνης ήταν ολοφάνερη. Αυτοί που έκλεψαν τις ζωές μας αντιμετωπίστηκαν σαν κύριοι κι αυτός που αγωνίστηκε εναντίον του συστήματος (δε θα εξετάσουμε με ποιον τρόπο) που ανέχεται (ή μήπως στηρίζει;) τη δράση των προαναφερθέντων λαμογιών, αντιμετωπίστηκε χωρίς έλεος. Ίδιος νόμος, διαφορετική αντιμετώπιση. Αυτό δεν έχει να κάνει με την τύφλα της δικαιοσύνης, αλλά με την ηθική της.
Αδιαφορώντας για την εκτεθειμένη στο πανελλήνιο ηθική της, η δικαιοσύνη συνέχισε αυτήν την τσουλίστικη συμπεριφορά της. Να στέλνει αυτούς που έκαναν εγκλήματα κατά του ελληνικού λαού στα σπίτια τους (που έχτισαν με το αίμα μας) και να αρνείται να αποφυλακίσει κάποιον αναρχικό, επικίνδυνο για το σύστημα που τη συντηρεί και την προστατεύει. Αυτή την ηθική της ελληνικής δικαιοσύνης θα μπορούσε άνετα να εκθέσει ο Σακκάς σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, πριν ξεκινήσει την απεργία πείνας. Πράγμα που ήδη δρομολογήθηκε με την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ωστόσο ο ίδιος επέλεξε διαφορετικό τρόπο για να περάσει τα μηνύματά του: Την αργή και βασανιστική του αυτοκτονία. Το ότι έφτασε ένα βήμα πριν από το θάνατο, είναι αποδεδειγμένο και βασίζεται σε ιατρική γνωμάτευση, σε αντίθεση με την ενοχή του για όσα κατηγορείται, που δεν έχουν αποδειχτεί σε καμία δίκη. Όποιος είναι –έστω θεωρητικά- αθώος, κανείς δεν μπορεί να τον κρατήσει στη φυλακή με το ζόρι. Και όταν κάποιος πεθαίνει, ακόμη και οι ορκισμένοι του εχθροί οφείλουν να στέκονται σε στάση προσοχής, αν έχουν ίχνος τσίπας.
Κανείς δεν πεθαίνει με τη βούλησή του για λόγους εγωιστικούς ή αντεκδίκησης. Κανείς δεν επιλέγει να πεθάνει για πλάκα. Κάποιος που πιστεύει στην ιδέα του συνόλου, βγάζει τον εαυτό του μπροστά για να αφυπνίσει και να βοηθήσει το σύνολο. Ο Σακκάς αποφάσισε να θυσιάσει τον εαυτό του για να ξεκινήσει μια πάλη ενάντια στο σύστημα που μας έχει καταδικάσει σε αιώνιο ύπνο μέσα σε μια φυλακή που δε βλέπουμε. Και να αποδείξει ότι αυτό που υποψιαζόμαστε, ισχύει. Πως το ναζιστικό καθεστώς στην Ελλάδα είναι γεγονός. Και πως πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Να κάνουμε όλοι μια μικρή θυσία για να αλλάξει ο κόσμος μας.
Αυτός ήταν ο λόγος που πέρασε όσα πέρασε (και θα περάσει κι άλλα μέχρι να αποκατασταθεί η υγεία του). Το ότι την τελευταία στιγμή τον εμπόδισαν να βάλει τέλος στη ζωή του, δεν έγινε επειδή υπάρχει δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον τόπο, αλλά επειδή υπάρχει ο φόβος του ξεσηκωμού. Υπάρχει η πεποίθηση ότι αυτό για το οποίο αγωνίστηκε ο Σακκάς, μπορούσε να συμβεί. Χώρια ότι είχε ήδη αρχίσει το διεθνές κράξιμο, πράγμα που δεν ταιριάζει σε μια χώρα που ζει το σαξές στόρι της.
Και τελικά, ναι. Ο Σακκάς είναι σύμβολο. Όχι γιατί το σύστημα στράφηκε εναντίον του, όχι γιατί αντιστάθηκε γενναία, όχι ένας νέος άνθρωπος δε φοβήθηκε το θάνατο, όχι γιατί απέδειξε πως δεν υπάρχει πραγματική δικαιοσύνη. Είναι σύμβολο για το δρόμο που μας έδειξε. Για το πώς πρέπει να προχωρήσουμε. Δεν ξέρω αν αξίζει να γίνει μπλουζάκι με τη φάτσα του. Νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ λίγο.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Εσύ θα φας πόρτα από το λεωφορείο ή αυτό από σένα;


Ήρθε η ώρα να κάνω δηλώσεις. Ανήκω κι εγώ στην κατηγορία αυτών των ελεεινών ανθρώπων που δεν χτυπούν εισιτήριο στα ΜΜΜ. Ωστόσο –δεν ξέρω αν με βρίζετε που κλέβω από το δημόσιο που μ’ έχει κατακλέψει, αλλά η πατρίδα δικαιούται να σε σκίζει πατόκορφα επειδή είναι η γλυκιά πατρίδα- δε νιώθω καθόλου ελεεινή. Καθόλου τζαμπατζού και καθόλου μπαταχτσού. Είμαι άνεργη δυο χρόνια και θεωρώ αυτονόητο το ότι πρέπει να μου επιτρέπεται να μετακινούμαι δωρεάν. Αυτό δε σημαίνει ότι θεωρώ μπαταχτσήδες τους εργαζόμενους που μετακινούνται χωρίς εισιτήριο. Γιατί με τις τιμές που έχουν, δεν τα λες και προσαρμοσμένα στην κρίση. Θυμίζω μόνο πως το 2008, λίγο πριν από την κρίση, τότε που παίρναμε τους διπλάσιους μισθούς και τα εισιτήρια είχαν τη μισή τιμή. Γενικώς θεωρώ τη μετακίνηση χωρίς εισιτήριο πολιτική στάση, στάση ζωής, κι αντίσταση.
Ευτυχώς, είμαι τυχερή. Μόνο μία φορά με έπιασε ελεγκτής. Συνήθως τους αναγνωρίζω και τους αποφεύγω. Αλλά τότε με έπιασε στον ύπνο. Ζήτησε εισιτήρια, κανείς δεν είχε, έγραψε μία, ξεκίνησε να γράφει την άλλη, του έδειξα κάρτα ανεργίας, μου είπε να τη δείξω εκεί που θα πάω να πληρώσω το πρόστιμο, του είπα ότι τέτοια πράγματα δεν κάνω κι ότι αυτά είναι βαρβαρότητες, έκανε στάση το τρόλεϊ και με είδε να περνάω από μπροστά του και να εξαφανίζομαι. Δεν το θεώρησα ξυπνηλίκι, ούτε πίστεψα ότι του την έφερα. Πιστεύω πως ήταν απλώς μια αξιοπρεπής αντίδραση στις συνεχείς απόπειρες βιασμού της αξιοπρέπειάς μου που γίνονται συνεχώς κι από παντού.
Τώρα εφευρέθηκε και νέος τρόπος βιασμού: Οδηγοί λεωφορείων σε ρόλο πορτιέρη. Άμα δεν του τρίψουμε το εισιτήριο στα μούτρα, δε μας μπάζει στο κινητό παλάτι του. Δε θα μας δώσει αυτή τη μοναδική ευκαιρία, μετά από πολύωρη αναμονή σε στάση που την ψήνει ο ήλιος, την τρώει το αγιάζι, τη λιώνει η βροχή, να μετακινηθούμε με ανέσεις παστής σαρδέλας Καλλονής. Άμα δε δει ο οδηγός το εισιτήριο, θα μας κατεβάσει από το κινητό του παλάτι κι έτσι δε θα έχουμε τη χαρά να ξεχαρβαλωθούμε καθώς, κρεμασμένοι από τη χειρολαβή, θα προσπαθούμε να κρατηθούμε, ώστε να μην απογειωθούμε με κάθε απότομο γκάζωμα και να μην σαβουρντιστούμε σε κάθε απότομο φρενάρισμα. Άμα δε δείξουμε στον οδηγό το εισιτήριό μας, θα μας δείξει το δρόμο της επιστροφής. Θα φάμε πόρτα. Κι έτσι θα χάσουμε την εμπειρία της ιδρωτίλας, της σκορδίλας, της κωλίλας, του κολλητηρτζή, του πορτοφολά. Ρισκάρεις να ζήσεις ζωή χωρίς ρίσκο;
Αυτός ο νέος βιασμός πιστεύουν ότι θα τους φέρει πολλά καλούδια. Θα δώσει, υποτίθεται, την ευκαιρία στους ελεγκτές να ασχολούνται πιο εντατικά με ελέγχους στις γραμμές όπου δε θα ισχύει το μέτρο, οπότε και θα κονομάνε πιο πολλά από τα πρόστιμα. Θα φέρει, υποτίθεται περισσότερα έσοδα και από εισιτήρια, αφού όλοι οι επιβάτες, έντρομοι θα τρέχουν να ακυρώσουν το εισιτήριό τους. Υποτίθεται, θα πάνε όλα καλά κι έτσι δε θα αναγκαστούν να μας αυξήσουν κι άλλο την τιμή του εισιτηρίου. Κατάλαβες τώρα ποιο είναι το θέμα μας, ε; Να αυξηθούν τα έσοδα. Αν αυξηθούν, που δε θα αυξηθούν, αφού όλοι θα το ρίξουμε στο περπάτημα, γιατί το περπάτημα είναι υγεία, χώρια ότι σφίγκουν οι κώλοι. Το μέτρο θα αποτύχει κι έτσι σύντομα θα δούμε τα εισιτήρια των 2 ευρώ.
Αμ δε θα τα δούμε. Αυτά δηλαδή θα βγουν στην αγορά αλλά εμείς δε θα τα αγοράσουμε. Θα οργανωθούμε. Όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, από τον μπουμπούκο υπουργό υγείας μέχρι το κλείσιμο της ΕΡΤ κι από φυλακισμένους χωρίς δίκη, μέχρι την μπροστινή πόρτα στα λεωφορεία, όλα συμβαίνουν για να μας παρακινήσουν να οργανωθούμε. Στην προκειμένη περίπτωση, θα καταργήσουμε τα λεωφορεία. Θα επιχειρήσουμε να μετακινηθούμε ομαδικώς με ταξί. Μπορούμε να αλιεύσουμε συνεπιβάτες στη στάση του λεωφορείου. «Ποιο περιμένετε εσείς, μανδάμ; Το 4; Πλατεία Κυψέλης βολεύει να μας αφήσει το ταξί;» Τα βρίσκεις με τη μανδάμ, τσιμπάτε και μια νεαρά από δίπλα που πάει στο ίδιο μέρος, χτυπάτε κι έναν μπάρμπα που μένει εκεί πιο πάνω και τσουπ, μπαίνετε στο ταξάκι σας, κύριοι, χωρίς στάσεις, χωρίς στριμωξίδια, χωρίς μπόχες και άλλες παρενέργειες. Και αποκλείεται να κοστίσει περισσότερο από 1.20 το άτομο, την τιμή δηλαδή του εισιτηρίου που σε λίγο όλοι θα έχουμε ξεχάσει.
Εδώ να κάνω ένα διάλειμμα για να δηλώσω ότι δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα έφτανα ποτέ στο σημείο να στηρίζω την αγενή φυλή των ταξιτζήδων και να προτείνω μετακίνηση με ταξί. Δε με αναγνωρίζω. Οι καιροί όμως είναι δύσκολοι και απαιτούν αγώνες χωρίς εμπάθειες και τις προκαταλήψεις. Σκέψου μόνο ότι τα χρήματα που θα βγάλει ο ταξιτζής (τον οποίο παρεμπιπτόντως η κρίση τον εξευγενίζει) θα τα πάρεις πίσω, αφού θα τα ρίξει και πάλι στην αγορά. Ο δημόσιος οργανισμός δεν υπάρχει περίπτωση να σου επιστρέψει τα χρήματα που σου άρπαξε γιατί μόνο το χρέος στην τρόικα αναγνωρίζει.
Βέβαια, είναι πολύ πιθανό, για να μην πω βέβαιο, ότι θα βρουν ευκαιρία κι οι ταξιτζήδες να αυξήσουν τις ταρίφες τους και τις λοιπές παροχές τους. Και πάλι με την οργάνωση μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Θα μαζευόμαστε πέντε και θα πηγαίνουμε με το αυτοκίνητο του ενός. Δεν είναι καινούργιο κόλπο. Ήδη, εδώ και κάτι χρόνια, υπάρχουν πολλές σελίδες στο ίντερνετ (το ψάχνουμε ως συνεπιβατισμό ή συνοδήγηση, νέες έννοιες και νέος τρόπος ζωής) όπου, κατόπιν συνεννόησης, μοιραζόμασστε αυτοκίνητο, καύσιμα, διόδια, παρέα, συλλογική προσπάθεια επιβίωσης. Κι αν ξεκολλήσουμε από το καβούκι μας, αν έρθουμε σε επαφή με κόσμο, αν μάθουμε να λειτουργούμε συλλογικά, θα το κάνουμε μεταξύ μας με ευκολία.
Το έχω ξαναπεί. Η κρίση θα μας κάνει καλύτερους. Θα μας φέρει πιο κοντά. Θα μας κάνει ανθρώπους. Και οι άνθρωποι, όταν είναι όλοι μαζί, είναι δυνατοί και ισχυροί και μπορούν να νικήσουν τους μηχανισμούς. Στην περίπτωσή μας, άμα καταφέρουμε και δείξουμε την ισχύ μας, μπορούμε να τους κάνουμε να βάλουν στον κώλο τους τα πανάκριβα εισιτήρια που μας ετοιμάζουν. Και τα λεωφορεία τους ακόμη.