Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, μαύρα καθαρά λεφτά


«Βρε, βρε, μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε» λέμε εκείνες τις σπάνιες φορές που μπαίνει κανένα ψιλό στην τσέπη μας. Έχουμε μάθει πλέον να ζούμε μ’ αυτά τα μικρά ευχάριστα ξαφνιάσματα, αυτές τις μικρές χαρές που μας δίνει το λίγο χρήμα που ξεφύτρωσε από το πουθενά, έχοντας προσφέρει μια μικρή υπηρεσία, αυτό που καλλιεργήσαμε, ή κάτι που φτιάξαμε με τα χεράκια μας.
Όλοι τη βγάζουμε όπως μπορούμε. Ρωτάς τον άλλον με τι ασχολείται και σου λέει πχ ότι ήταν δημοσιογράφος και να είναι καλά οι ελιές στο χωριό που μπορεί τώρα και πουλάει το λάδι χωρίς μεσάζοντες και τη βγάζει κουτσά στραβά. Έχει κι ένα φίλο γραφίστα ο οποίος δούλευε σε μια εταιρεία και, τώρα που απολύθηκε, κάνει καμιά ψιλοδουλειά από δω κι από κει. Έχει και μια γκόμενα που είναι ηθοποιός, αλλά τώρα πλέκει ζιπουνάκια και τα πουλάει σε εργαζόμενες μητέρες που δεν έχουν καιρό για τέτοια, ενώ καμιά φορά, νταντεύει και τα παιδιά τους. Κι ευτυχώς που ο κόσμος τα προτιμάει πλέον αυτά τα προϊόντα, αλλιώς θα αναγκαζόταν να χαρίσει το λάδι όπως το χάριζε μέχρι τώρα για να καταλήξει στη μεγάλη εταιρεία που το μοσχοπουλάει στον καταναλωτή.
Κι η μεγάλη εταιρεία; Τι κάνει η μεγάλη εταιρεία; Τι πουλάει και ποιος τα αγοράζει; Το κύκλωμα της αγοράς με όλες τις εμπλεκόμενες μεγάλες εταιρείες ποιος θα το συντηρήσει άμα ο κόσμος αγοράζει από τον παραγωγό ή το χειροτέχνη; Και μετά η εταιρεία πώς θα μπορεί, στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (αυτό το υπέροχο τέχνασμα διαφήμισης και φοροαπαλλαγής), να κάνει καλές πράξεις για τον άνθρωπο και το περιβάλλον; Και, κυρίως, πώς θα πληρώσει φόρους; Κάτι τέτοια είναι που θα καταστρέψουν την ελληνική οικονομία.
Είμαι σίγουρη ότι σύντομα θα βγούνε να μας ενημερώσουν. Με το κόλπο της διαφήμισης. Μπορεί να μη χρειαστεί καν να κάνουν καινούργιες και να βγάλουν από το ψυγείο αυτές που έχουν ήδη παίξει. Όπως αυτή με το επικίνδυνο για την υγεία λάδι που παίρνουμε από τον παραγωγό, που τη βλέπαμε κάποτε τρομοκρατημένοι, επειδή όλοι είχαμε στα σπίτια μας λάδι που το είχαμε πάρει από κάποιο γνωστό που έχει δέντρα στο χωριό του.
Οι διαφημίσεις τους ήταν φτιαγμένες έτσι ώστε να γίνουμε σωστοί πολίτες. Θυμάμαι μία μεταπολιτευτική για το ΙΚΑ. Δεν έπρεπε να δουλεύουμε χωρίς ασφάλιση. Σωστό αυτό, αλλά τελικά αποδείχτηκε μούφα αυτή η ιστορία. Μπήκαν όλοι οι εργαζόμενοι στο ΙΚΑ, τους γίνονταν οι κρατήσεις από το μισθό τους και τα ταμεία του ιδρύματος, για κάποιο λόγο, ήταν άδεια. Σιγά σιγά οδηγούμαστε στο να συνταξιοδοτούμαστε στα 80, για να δεις γιατρό (σε κάνα μήνα, πρώτα ο Θεός) πρέπει να κλείσεις τηλεφωνικό ραντεβού που θα το πληρώσεις ακριβά κι όταν πας να εξεταστείς, ο γιατρός θα σε βρει απολύτως υγιή, για να μη σου γράψει φάρμακα, γιατί τέτοια εντολή πήρε. (Βέβαια, άμα πας στο ιδιωτικό του ιατρείο, θα σου γράψει όλο το φαρμακείο, για λόγους που μόνο αυτός γνωρίζει). Καταλήγεις λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η ασφάλιση (ειδικά αυτού του τύπου) είναι περιττή και δεν έχεις άδικο. Και καταλαβαίνεις πόσο επιπόλαια σκεφτόσουν όταν πίστευες πως είσαι ασφαλισμένος κι ασφαλής. Αποφασίζεις να μην το ξανακάνεις.
Στη δεκαετία του ’90 έπαιζε διαφήμιση που μας παρακινούσε να κόβουμε αποδείξεις. Οι άτιμοι οι μαρκετίστες χτυπούσαν τον πατριωτισμό μας και πατούσαν πάνω στις ευαισθησίες μας. Σκέτη παλιανθρωπιά δηλαδή. «Αγαπάς την Ελλάδα; Απόδειξη». Άμα ήθελες ας μην έκοβες. Υπήρχε φόβος να σου κολλήσουν τη ρετσινιά του ανθέλληνα, να σου κόψουν την καλημέρα, να σε δείχνουν με το δάχτυλο και να φωνάζουν «να αυτός που δεν αγαπάει την Ελλάδα, λιθοβολήστε τον», να σε απομονώσουν, να σε περιθωριοποιήσουν, να σου ρίχνουν ροχάλες όσοι σε συναντούν στο δρόμο.
Πήγαιναν κι έρχονταν οι αποδείξεις από τους γνήσιους πατριώτες. Τα δήλωναν όλα και απέδιδαν το ΦΠΑ τους σε τακτά χρονικά διαστήματα. Απόδειξη της αγάπης στην Ελλάδα είναι και ο ΦΠΑ. Ο οποίος, να θυμίσω, είναι ένας ευρωπαϊκός φόρος. Δηλαδή είναι η απάντηση σε όσους προσπαθούν να μας πείσουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εκείνο το ευαγές ίδρυμα που μοιράζει λεφτά στην Ελλάδα επειδή την αγαπάει και θέλει να την κάνει ανταγωνιστική. (Επίσης κάτι μου λέει ότι αυτοί που προσπαθούν να μας πείσουν γι’ αυτό, έχουν τσεπώσει από αυτά τα λεφτά για να κάνουν τις επενδύσεις τους –αυτές που μας οδήγησαν στην ανάπτυξη που ζούμε- και γι’ αυτό κάνουν αγαπουλίτσες στους Ευρωπαίους, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα).
Ας επανέλθω στο θέμα μου. Οι άνεργοι αυτής της χώρας, που δεν είναι και λίγοι (που στην πραγματικότητα είναι περισσότεροι από τους δηλωμένους), αλλά και όσοι δεν είναι άνεργοι, αλλά τραβάνε τα δικά τους ζόρια, βρήκαν τρόπο να επιβιώσουν. Σ’ αυτό βοήθησε και η αλλαγή της νοοτροπίας των καταναλωτών. Έτσι άρχισε το μεταξύ μας αλισβερίσι. Βρίσκουμε άκρη μέσα από δίκτυα διακίνησης χωρίς μεσάζοντες, στις γειτονιές στήνονται δράσεις, ο ένας πιάνεται στον άλλον και όλοι μαζί αγωνιζόμαστε να βγούμε από το μπατάκι που μας έχουν βυθίσει.
Δημιουργούνται τράπεζες χρόνου, οι οποίες σύντομα θα απειλήσουν τις τράπεζες που μέχρι τώρα γνωρίζαμε. Στήνονται παζάρια και γίνονται ανταλλαγές προϊόντων και υπηρεσιών, δράσεις που προβλέπεται να τσακίσουν τις μεγάλες εταιρείες. Άσε που οι μεγαλοεπενδυτές, που η κυβέρνηση βλέπει στον ύπνο της πως δεν προλαβαίνουν να έρχονται, θα φύγουν τρέχοντας. Και οι συλλογικές κουζίνες, πού θα πάει, θα τα κλείσουν τα πανάκριβα γκουρμεδορεστοράν. Ξεκινώντας από τις ανταλλαγές, το μεταξύ μας πάρε-δώσε και άλλες αλληλέγγυες δράσεις, θα καταλήξουμε να φτιάχνουμε κολεκτίβες οι οποίες θα ανταγωνιστούν και θα αντικαταστήσουν τις εταιρείες της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας (αυτές που τσέπωσαν τα λεφτά από την ΕΕ, από το ΦΠΑ που όλοι πληρώνουμε και κανείς μας χαΐρι δεν είδε). Με άλλα λόγια, δράσεις αναρχικές έρχονται να αντιμετωπίσουν την αποτυχία του καπιταλισμού.
Και βέβαια, όλα αυτά τα (λιγοστά αλλά πολύτιμα) χρήματα και αγαθά που διακινούνται μεταξύ μας, είναι αφορολόγητα. Μαύρα, που λέμε. Βέβαια το κράτος καταβάλλει προσπάθειες να εμποδίσει αυτές τις δράσεις και να τιμωρήσει τους κακούς φοροφυγάδες, κυνηγώντας τους ψιλικατζήδες (ενώ από την άλλη χαρίζουν στα μεγάλα αρπακτικά κάποια από τα εκατομμύρια του χρέους τους) οι οποίοι όμως είναι πολλοί και δε θα ξέρουν από ποιον να ξεκινήσουν.
Προβλέπω πως οι διαφημιστικές θα τρέχουν και δε θα προλαβαίνουν σε λίγο καιρό. Θα στηθούν καμπάνιες αντιμετώπισης αυτής της μάστιγας. Θα μας εκβιάσουν και πάλι. Αν αγαπούμε την Ελλάδα, απόδειξη. Θα μας βάλουν να καταγγείλουμε το διπλανό μας που κάνει ένα μερεμέτι για να ταΐσει το παιδί του και δε δίνει τα μισά στην εφορία και τα άλλα μισά στο ΦΠΑ. Αυτή τη φορά όμως, δε νομίζω πως θα πιάσει. Το κράτος που μας επιβάλλει με τρόπο εκβιαστικό και σαδιστικό να το στηρίξουμε, θα πάρει τους όρχεις μας στους οποίους θα βρει γραμμένο το όνομά του με μεγάλα, καλλιγραφικά και ανεξίτηλα γράμματα. Γιατί στο μεταξύ, θα έχουμε μάθει να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον. Και θα μας αρέσει.