Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Του λιμανιού και του σαλονιού




Μέσα στο ολοκληρωμένο πακέτο της κατάντιας μας, προσθέτω κι ένα μεγάλο καημό που έχω για την κατάντια του λαϊκού τραγουδιού. Αν δούμε την πορεία του και πώς από το μάγκικο και το ρεμπέτικο κατέληξε σ’ αυτό το συνδυασμό φλώρικου και δήθεν ζόρικου (ζόρι εφάμιλλο με αυτό που μπορεί να σου προκαλέσει μια δυσκοιλιότητα) που είναι σήμερα, θα αντιληφθούμε ότι συνοδεύεται με όλες τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Αν δεχτούμε πως λαϊκό είναι το τραγούδι που εκφράζει το λαϊκό αίσθημα, την ψυχή του λαού και τα πάθη του, θα δεχτούμε και το γεγονός ότι λαϊκό τραγούδι σήμερα είναι ένα κλαψούρισμα για όνειρα πεταμένα στα λασπόνερα και κάτι άλλο που βλέπω να συζητιέται  στα social (και τα άλλα) media για σκούπισμα ποδιών (φαντάζομαι της άπιστης που, υποθέτω κι αυτή κυλιόταν και σερνόταν σε τίποτα λασπόνερα) πριν μπει .
Ομολογώ πως αυτό το τελευταίο άσμα δεν το έχει πάρει το αυτί μου. Είναι κι ότι παίρνω τα μέτρα μου και προφυλάσσομαι όσο μπορώ. Τρέμω στην ιδέα του ανοιχτού ραδιοφώνου, μην τύχει και πέσω σε κάτι που θα με οδηγήσει σε πράξεις απόγνωσης (μαλλιοτράβηγμα, υστερικό κλάμα, κουτούλημα στον τοίχο). Βέβαια, όλο και θα πέσω πάνω του, καθώς το γεγονός ότι κυκλοφορώ στον κόσμο, κάνει κάποια πράγματα αναπόφευκτα. Και τόσο τραγικά, που μοιάζουν αριστουργήματα τα κλασικά σκυλάδικα του ’80, τα οποία τώρα πια αντιμετωπίζουμε ως cult δημιουργίες και τα  θυμόμαστε με νοσταλγία.
Το λαϊκό τραγούδι είναι αυτό, είτε μας αρέσει είτε όχι. Αν μάλιστα πιστεύουμε πως το λαϊκό τραγούδι μπασταρδεύεται από το ’50 και αλλοιώνεται καθώς περνούν τα χρόνια, βουλιάζοντας σε βούρκους και λασπόνερα, έχουμε πολύ αυστηρά κριτήρια και καλά κάνουμε. Την ίδια κατάντια παρατηρούμε και στο δημοτικό τραγούδι. Παρά τις προσπάθειες που γίνονται για την διατήρηση και την αξιοπρεπή ανανέωσή του, η σαρωτική μόδα με τα σκυλοκρητικά και τα σκυλονησιώτικα (τα σκυλοκλαρίνα είναι παλιά ιστορία) έχει ξεπεράσει τα όρια της ασέλγειας.
Πρέπει να γνωρίσουμε τις ρίζες της μουσικής μας για να νιώσουμε σε βάθος την κατρακύλα της. Να ξέρουμε από πού ξεκίνησε για να καταλάβουμε πού κατάντησε. Ας το παλέψουμε, κάνοντας μια αναδρομή στα γρήγορα. Η μουσική, λοιπόν, κάποτε στη χώρα μας, είχε θεϊκή προέλευση. Είχε τις Μούσες να την προστατεύουν, μαζί με την ποίηση, τις τέχνες και τις επιστήμες, και μαζί τους, είχε προστάτη και τον Απόλλωνα, το Θεό του φωτός. Προφανώς δεν είναι τυχαίος ο συνδυασμός της μουσικής με το φως. Η μουσική δεν ήταν άλλη μια τέχνη για τους προγόνους μας. Βασικό της συστατικό ήταν το ήθος. Γι’ αυτό και ήταν απαραίτητη για τη διαπαιδαγώγηση των νέων. Στη θεωρία, στο ήθος, στην αρμονία, στην αισθητική και τη φιλοσοφία της αρχαίας ελληνικής μουσικής πάτησε αργότερα και η ευρωπαϊκή μουσική. Και, παρά το ότι δεν έχουμε ιδέα για το πώς έπαιζαν μουσική στην αρχαία Ελλάδα, θεωρούμε πως η βυζαντινή και η νεότερη ελληνική μουσική είναι κατά κάποιον τρόπο η εξέλιξή της. Αν μη τι άλλο, είναι στα ίδια «πατήματα» και το ίδιο ήθος, τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Βαμβακάρη. Στη συνέχεια ήρθαν τα τσαλαπατήματα.
Για να καταλάβουμε τη διαφορά με την εποχή μας, ειδικά στη λαϊκή μουσική, πρέπει να πάμε πίσω στο χρόνο, στο λιμάνι του Πειραιά, στα στέκια του υποκόσμου, για να νιώσουμε τον ελληνικό ήχο αλλά και στίχο. Τον τρόπο με τον οποίο δέθηκαν τα παθιασμένα μινόρε των προσφύγων της Μικράς Ασίας με τα ζόρικα καραντουζένια της μάγκας του λιμανιού. Και να φύγουμε από το λιμάνι, όπως έφυγε και η λαϊκή μουσική. Και να στρωθούμε στο σαλόνι, εκεί που πλέον είναι η θέση της. Να επιστρέψουμε στο θλιβερό σήμερα. Την εποχή της βαρβαρότητας των ήχων και της ευτέλειας των στίχων.
Ένα ταξίδι όμως στα λιμάνια του κόσμου, μπορεί να μας δείξει ότι αυτή η ευτέλεια δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο αλλά υπάρχει παντού. Όπου υπήρξαν ανάλογες μουσικές. Πράγμα παρήγορο από τη μια, απογοητευτικό από την άλλη. Γιατί στην πραγματικότητα δεν έχει νόημα να έχουμε παρέα στην κατρακύλα.
Θα μπορούσαμε να πιάσουμε άλλο λιμάνι, να γνωρίσουμε κι άλλους κόσμους και άλλες μουσικές. Να ταξιδέψουμε για παράδειγμα μέχρι την Κωνσταντινούπολη για να δούμε την τύχη των ασίκηδων. Οι τραγουδιστές του δρόμου, κάτι σαν τους δικούς μας τους ρεμπέτες, απολαμβάνουν το σεβασμό και τη φροντίδα του κόσμου. Άνθρωποι που τραγουδούν, μεταξύ άλλων, τον έρωτα (aşık) κι από κει πήραν και το όνομά τους. Παρά το ότι πλέον αποτελούν και τουριστικό αξιοθέατο, διατηρούν κάτι από τον τρόπο ζωής των παλιών ασίκηδων, μαζί με το ήθος που τη συνόδευε. Δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο και για τους δερβίσηδες που συνδύαζαν την οθωμανική μουσική (απόλυτα συσχετισμένη με την ελληνική) με το μυστικισμό. Τα τάγματα των σούφι που η συμβολική περιστροφή τους αποτελούσε ένα κομμάτι από τον τρόπο λατρείας του Θεού. Τώρα ο μυστικισμός είναι κάτι άγνωστο (αν όχι απαγορευμένο από το αυστηρά κοσμικό τουρκικό κράτος) τα τάγματα πλέον είναι χορευτικά συγκροτήματα, αποτελούν την απόλυτη τουριστική ατραξιόν και κάνουν τα κόκαλα του Ρουμί να τρίζουν.
Ταξιδεύοντας προς τη Δύση, κάνουμε στάση στην Πορτογαλία. Τα θλιμμένα τραγούδια του λιμανιού είναι συστατικό της ντόπιας διασκέδασης, ταβέρνες υποδέχονται τουρίστες για να ακούσουν φάντο, με το ίδιο τρόπο που στη χώρα μας ακούν συρτάκι, και το saudade, η λέξη που εκφράζει το συναίσθημα του φάντο, έχει χάσει την έννοιά του. Το ίδιο συμβαίνει και παραδίπλα, στην Ισπανία με το duende, το συστατικό του φλαμένκο. Το οποίο καταφέρνει να αποκτήσει την αποδοχή του κόσμου, σε όλο τον κόσμο, αλλά χάνει τη μαγεία του.
Ας φύγουμε πιο πέρα, για να φτάσουμε στο Δέλτα του Μισισιπή, όπου γεννήθηκε από τους αφροαμερικανούς το μπλουζ, το εργατικό τραγούδι, το τραγούδι της φυλακής, που εγώ το λέω ρεμπέτικο σε άλλη γλώσσα. Η μουσική των σκλάβων και των κατατρεγμένων ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και τελικά το είδος που έφτασε στο σημείο να επηρεάσει τη σύγχρονη δυτική μουσική, αλλά να χάσει όλη του τη σημασία. Αφού φτάσαμε να λέμε μπλουζ και να πηγαίνει ο νους μας γελοιωδώς στις γλυκανάλατες μπαλάντες που χορεύονται αγκαλιαστά και φέρουν κοντά τα σώματα, δεν παίρνω όρκο για τις ψυχές.
Η γελοιότητα επεκτείνεται στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις κουβανέζικες χαμπανέρες ή τη βραζιλιάνικη σάμπα. Μουσική που έχουμε συνδέσει με το καρναβάλι, το ακραίο ξεφάντωμα, τις εξωτικές παρουσίες, τα στητά οπίσθια που κουνιούνται ρυθμικά και άλλες άσχετες φαντασιώσεις, και να αγνοούμε το γεγονός ότι πρόκειται για ένα χορό που προέρχεται από τις θρησκευτικές τελετουργίες των σκλάβων που μεταφέρθηκαν στη Βραζιλία, πως πρόκειται για μια μουσική που προέκυψε από την προσπάθειά τους να διατηρήσουν την κουλτούρα τους μέσα στις φαβέλες, πως επιχείρησαν μ’ αυτό να ξεγελάσουν τους Βραζιλιάνους, και πως ίσως αυτός ο ξεπεσμός της, να είναι η εκδίκηση των μεγαλοαστών της Βραζιλίας που την πήραν από τις παράγκες και τη βάλανε στα μεγάλα σαλόνια, ως κάτι απαλλαγμένο από το βάρος της σκλαβιάς, εξευγενισμένο, ωραιοποιημένο, φανταχτερό, χαρωπό και κουνιστό.
Παρόμοια κατάσταση και με το τάγκο. Που από τη στιγμή που έπαψε να διώκεται από την αστική τάξη ως κάτι αισχρό και ποταπό, από τότε που κάποιοι ανακάλυψαν πως πρόκειται για μια μουσική που μπορεί να κατακτήσει τον κόσμο, που μπορεί να πουληθεί για την ακρίβεια, αφήνοντας οικονομικό όφελος, από τότε που βγήκε από τα χαμαιτυπεία και τα καταγώγια του λιμανιού και μπήκε στα σαλόνια τους, έχασε την ουσία του και τη σημασία του.
Καταλήγω στο πιο πρόσφατο από τα φαιδρά φαινόμενα παραποίησης της μουσικής: Τη ρέγκε. Είδος που, με την παγκόσμια αποδοχή του, κατάφερε να χάσει την επαναστατικότητά του μέσα στα λίγα χρόνια της ύπαρξής του, και να μετατραπεί σε μουσική με την οποία τσιλάρει ο κάθε χάχας ανά τον πλανήτη, αγνοώντας πλήρως ότι πρόκειται για μια μουσική που φτιάχτηκε στην Τρεντστάουν, το γκέτο της πρωτεύουσας της Τζαμάικας, από οπαδούς του ρασταφαριανισμού, του κινήματος που σχετίζεται με την επιστροφή των Αφρικανών σκλάβων στις ρίζες τους. Η μουσική έχει ταυτιστεί πλέον με την καλοκαιρινή ραστώνη, την παραλία με τα εξωτικά κοκτέιλ και το ρυθμικό λίκνισμα, καμιά σχέση με το easy skanking του Μάρλεϊ και τη φιλοσοφία πάνω στην οποία βασίστηκε. Και, κυρίως, καμία σχέση με το έντονα πολιτικό, άγρια κοινωνικό και βαθιά θρησκευτικό περιεχόμενο των τραγουδιών αυτών.
Τα παραδείγματα με τις μουσικές σε όλο τον κόσμο είναι πολλά. Ο λαός, ο κάθε λαός, τα πάθη του, ο πόνος, η καταπίεση, η αδικία, ο έρωτας σε δύσκολες συνθήκες, έφτιαξαν μουσικές και τραγούδια που ξεχώρισαν, που σημάδεψαν, που δέθηκαν με τόπους και ανθρώπους. Που πάντα, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε χώρα, οι μουσικές αυτές καπελώθηκαν από το ανώδυνο. Έγιναν εμπορικές, τουριστικές και τελικά ανούσιες.
Από την άλλη, αυτή η αποδοχή από τους πολλούς και η εμπορική αξιοποίησή τους, ήταν η αφορμή για να γνωρίσουμε τις μουσικές του κόσμου και τους κόσμους τους. Τουλάχιστον όσοι ενδιαφέρθηκαν να μάθουν τι υπάρχει πίσω από αυτό που ακούγεται. Πάντα είναι στο χέρι μας να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το αυθεντικό από αυτό που για χάρη της εμπορικότητας, της τουριστικής προβολής και του ανώδυνου, κακοποιήθηκε. Αρκεί να έχουμε την ικανότητα να βρούμε τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο χαρέμι στο χαμάμ του Δελιά και τα μεταγενέστερα ντιριντάχτα. Να έχουμε την ικανότητα να νιώσουμε τον πόνο του τραγουδιστή του φάντο, να νιώσουμε το ντουέντε. Να νιώσουμε αυτό που κάνει αυτές τις μουσικές να ξεχωρίζουν. Την έντονη συναισθηματική κατάσταση που δημιουργούν. Να αντιληφθούμε τη μουσική  ως ανώτερη τέχνη και όχι ως ηχητική συνοδεία του γλεντιού.
Για να σταματήσει αυτή η κατρακύλα, θα πρέπει εμείς να βρούμε τη χαμένη μας αισθητική και η μουσική να ξαναβρεί το ήθος της, τη θεϊκή της προέλευση.


Δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Αίτιον το Μάρτιο του 2015