Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Απ' το ρεμπέτικο στο "λαϊκό", ένα τσιγάρο δρόμος. Τρίφυλλο. Για να αντέξεις.


«Άμα τραγουδάς τον πόνο του κόσμου, τραγουδάς και τον δικό σου τον καημό. Άμα λες μόνο το δικό σου ντέρτι, δεν είσαι ρεμπέτης. Είσαι λαϊκός» έλεγε ο Βαγγέλης Παπάζογλου. Προφανώς δεν είναι ακριβής ο ορισμός του ρεμπέτη ή ο διαχωρισμός του από τον λαϊκό, αλλά σα να το ‘ξερε, πρόλαβε και έβαλε όρια, πριν καν προλάβει να δει τα πρώτα σημάδια της κατάντιας του λαϊκού τραγουδιού.
Ασφαλώς το ρεμπέτικο είναι το λαϊκό τραγούδι. Δε θα αναλύσω τι σημαίνει ο όρος, αν ήταν μαρκετίστικος, αν αναφέρεται μόνο στους μάγκες της εποχής. Δεν είναι αυτό το θέμα μου. Το θέμα μου είναι η εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού. Και η κατρακύλα του.
«Το ρεμπέτικο είχε μια τιμιότητα και μια ηθική. Κι ο Βαγγέλης πέθανε γι’ αυτό το πράγμα. Ο Βαγγέλης πέθανε γιατί δε δέχτηκε να παίζει στην κατοχή για τους προδότες και τους μαυραγορίτες. Πρώτα πρώτα, αν δε γίνει καταστροφή δε βγαίνει ρεμπέτικο. Κι ο λαός να βγάλει ένα τραγούδι, ότι μας καταστρέψατε, μας πήρατε την πατρίδα μας και τώρα... δεν πεθαίνουμε. Θα προσπαθήσουμε να ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας. Δηλαδή η φιλοσοφία του λαού ήταν αυτό το σκεπτικό. Να ξαναγίνουμε αυτοί που ήμασταν. Δεν πάμε στο νεκροταφείο, πάμε προς τα κει που είναι το φως». Αυτά διηγιόταν ο Γιώργης, ο γιος του Βαγγέλη και της Αγγέλας Παπάζογλου κι εγώ σκεφτόμουν πώς διάολο γίνεται να έχουμε μαλθακέψει τόσο. Πώς γίνεται να πεθαίνουμε έτσι εύκολα. Φταίει κι ότι δεν υπάρχει πια λαϊκό τραγούδι όπως το εννοεί.
Η αφεντιά μου με τον Γιώργη Παπάζογλου στο σπίτι του, την ώρα που υπογράφει συγκινητικές αφιερώσεις στα βιβλία του. Του χρωστάω το δικό μου.
Ο Παπάζογλου δεν ήταν από τους μάγκες με τα χασίσια και τις τακτικές επισκέψεις στις φυλακές. Ήταν ένας τύπος που πάνω απ’ όλα τον ένοιαζε η οικογένειά του. Όμως η μαγκιά του ξεχείλιζε από παντού. Κυρίως από τον άκαμπτο χαρακτήρα του και την αλύγιστη μέση του (που του έδωσαν και το παρατσούκλι «Αγγούρης») πράγματα που τον έκαναν αξιοσέβαστο στο χώρο της μαγκιάς. Κι αυτός, γνωρίζοντας τις συνθήκες που τους έριξαν στο περιθώριο, τους σεβόταν. Γι’ αυτό έγραψε για τους λαχανάδες, σα να ήταν ένας απ’ αυτούς.
Παραδόξως, πριν προλάβει να εμφανιστεί το λαϊκό τραγούδι όπως το διαμόρφωσε ο μικροαστισμός, έκανε το διαχωρισμό. Αργότερα, η γυναίκα του η Αγγέλα, έχοντας η ίδια βιώσει την κατάντια του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και τις κακοποιήσεις που υπέστησαν τα τραγούδια του Βαγγέλη κατά τη μετατροπή τους σε λαϊκά, το περιγράφει με αποτροπιασμό. Αν ζούσε τώρα, θα ήθελε, μαζί με την όραση, να χάσει και την ακοή της, για να μην ταράζεται από τους φρικτούς του ήχους. 
Αυτό με το διαχωρισμό το έχω κι εγώ. Επιμένω πως δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αγαπώ το είδος που ονομάζεται ρεμπέτικο στο σύνολό του. Είτε πρόκειται για σμυρναίικο είτε για μουρμούρικο είτε για Βαμβακάρη είτε για Τσιτσάνη. Νιώθω όμως την ανάγκη να κάνω τους διαχωρισμούς. Εμφανίζω συμπτώματα αναφυλαξίας όταν ακούω σύγχρονο λαϊκό. Το ίδιο παθαίνει και η άλλη πλευρά. Βάλε ένα σκυλά να ακούσει Βαμβακάρη, που είναι και βαρύς και ζόρικος. Δε θα αντέξει. Θ’ αρχίσει να γαβγίζει. Το έχω ζήσει ως ραδιοφωνατζού σε σταθμό που έπαιζε κυρίως λαϊκά. Έκανα ήσυχα και ωραία την επιμορφωτική μου εκπομπή για το ρεμπέτικο και κάθε τόσο προέκυπτε κι από κάνας κουραδόμαγκας να ζητήσει κάναν Καρά γιατί του τα είχα ζαλίσει. Το πιο αστείο είναι ότι, επειδή δεν είχαν κραυγές, τα θεωρούσαν κλάψα. Δε θεωρούσαν κλάψα το λυγμό του Καρά, ούτε βέβαια αυτό που κάνουν οι ίδιοι όταν η κυρά τους τούς κυνηγάει με την παντόφλα.
Για το θέμα της κλάψας θα πρέπει κι εγώ να κάνω διευκρινίσεις. Στα ρεμπέτικα τραγούδια υπάρχει πόνος και νταλγκάς, υπάρχει καημός μεγάλος, ενίοτε κι απόγνωση. Αλλά η κλάψα απαγορεύεται. Θα σου βάλω δύο τραγούδια του χωρισμού, ένα σχεδόν άγνωστο ρεμπέτικο κι ένα πασίγνωστο λαϊκό, για να καταλάβεις τη διαφορά. Στο πρώτο, αφού γίνει η περιγραφή του αβάσταχτου πόνου, καταλήγει: «Μείνε καρδιά μου άρρωστη με συντροφιά το κλάμα, ν’ αγαπηθείς να χωριστείς πες πως το έχεις τάμα». Η καρδιά η άρρωστη καλείται να επαναλάβει κάτι απολύτως υγιές. Αυτό που είναι φτιαγμένη να κάνει. Να πονάει και να ξαναζωντανεύει για νέες περιπέτειες.
Και βέβαια, ένα τέτοιο θέμα, ταιριάζει να εκφραστεί μουσικά με ένα χασάπικο. Δεν ξέρω πώς γίνεται να εκφράζεις πόνο χωρισμού με το πανηγυρτζίδικο ύφος του τραγουδιού που ακολουθεί. Ας είχε τουλάχιστον μια εσωτερικότητα, ένα βάθος, έναν μαζεμένο ήχο, βρε αδερφέ. Δεν πειράζει, μωρέ. Θα μας πείσει για τον πόνο με ένα μακρόσυρτο «αχ» σε όλους τους τόνους.
Δε θα καταλάβω ποτέ γιατί έπρεπε να υπάρχουν αυτοί οι ρυθμοί στην Ελλάδα. Δεν είναι καν τσιφτετέλι. Οι Ινδοί ξέρουν, αν μη τι άλλο, να το χορεύουν αυτό το πράγμα. Εμείς όχι. Δεν είναι η κουλτούρα μας και γίνεται γελοίο όταν καταγίνονται οι άσχετοι μ’ αυτό. Προφανώς γι’ αυτό κλέβονταν ατόφια τα ινδικά τραγούδια. Για να μην είναι ξεφωνημένη η γελοιοποίηση. Ήταν όμως ξεφωνημένη η παρακμή. Γιατί, πώς να το κάνουμε, η Ναργκίς δεν ήτο Ελληνίς.
Η κατρακύλα είχε αρχίσει. Όχι πως δεν είναι καλό το ινδικό λαϊκό τραγούδι ή το αραβικό που κλέψαμε στη συνέχεια (και κλέβουμε ακόμη) αλλά είναι γελοίο να το παρουσιάζουμε ως ελληνικό λαϊκό. Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι (αυτό που ξέραμε ως ρεμπέτικο) τελείωσε γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 50. Όταν άρχισαν τα κλαψομούνικα από τη μια και τα ανούσια γλεντζέδικα από την άλλη. Άρχισαν και οι ασέλγειες πάνω στα ρεμπέτικα. Το χαρέμι στο χαμάμ, αυτό το αργό τσιφτετέλι, που είχε φτιαχτεί για να το χορέψει η μερακλού και να τη βλέπει ο δερβίσης και να λιώνει από την κάψα, μετατρέπεται σε συρτοτσιφτετέλι με ντιριντάχτα για να κωλοχτυπιούνται οι σουσούδες και να τον παίζουν κρυφά οι λιγούρηδες. Άμα μιλήσω για ξερατό, θα θεωρηθώ απόλυτη και προκατειλημμένη; Χέστηκα. Και λίγα λέω. Όποιος έχει τη στοιχειώδη αισθητική, το αντιλαμβάνεται ακούγοντας τα δύο άσματα που ακολουθούν.
Έτσι πάει μέχρι σήμερα. Έτσι ξεχάσαμε και ποιοι ήμασταν, από πού περάσαμε και πώς φτάσαμε ως εδώ. Κι ότι το λαϊκό τραγούδι συνόδευε την κάθε μας στιγμή. Τώρα συνόδευε μόνο το γλεντοκόπι. Άντε και την καψούρα μας (το κάψιμο που προκαλούν τα ούρα και ουχί την κάψα μας), καθώς μεταλλασσόταν σε καψουροτράγουδο.
Τότε στο ραδιόφωνο είχα και διαμαρτυρίες για τα χασικλίδικα. Έπρεπε να πέσει λογοκρισία, λες και ζούμε στην εποχή του Μεταξά. Οι ρεμπέτες τραγουδούσαν τη ζωή τους. Δηλαδή τους έρωτες, τη φτώχεια, τα γεγονότα, τον τρόπο ζωής τους. Και μέσα στον τρόπο ζωής τους ήταν κι αυτό. Τραγούδησαν τον πόλεμο, το χαμό των ανθρώπων τους, τις φυλακές και τις εξορίες. Το λαϊκό τραγούδι ήταν συγχρόνως και πολιτικό. Χωρίς να το επιδιώκει. Απλώς γιατί οι δημιουργοί του δεν ήταν αδιάφοροι για όσα συνέβαιναν γύρω τους. Και, παρά τη λογοκρισία, βρίσκανε τρόπο να μιλήσουν για μάνες που έχουν τα παιδιά τους στις εξορίες.
Καθώς άρχισε να στήνεται η ελληνική κοινωνία και να δημιουργούνται οι τάξεις, προέκυψε και η ανάγκη τους να εκφραστούν μουσικά. Έτσι, για τους αστούς, δημιουργήθηκε το ελαφρό, άντε και ελαφρολαϊκό τραγούδι, ενώ οι μικροαστοί φτιάχνονταν και αποκτούσαν ξαφνικά μαγκιά με το βαρύ λαϊκό. Μέχρι πριν από τον πόλεμο, υπήρχε το ανατολίτικο και το δυτικό. Ο καρσιλαμάς κι η όπερα. Διαφορετικά είδη, αλλά άμα τα έβαζες στη ζυγαριά, πιάνανε καλά νούμερα. Τώρα ο διαχωρισμός γίνεται με το βάρος και την ελαφρότητα. Βέβαια, η κατάντια του λαϊκού τραγουδιού έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που, αν είχα να διαλέξω, θα προτιμούσα σαφώς την αβάσταχτη ελαφρότητα. Διότι βγαίνει ο άλλος με κακοποιημένα (σκυλοποιημένα για να είμαι πιο ακριβής) ρεμπέτικα και τα βαφτίζει «βαριά κι ασήκωτα». Ε, έπρεπε να υπάρχει ο ανάλογος όρος από την άλλη πλευρά για να κρατηθούν οι ισορροπίες. Η σκυλοποίηση ενός σεμνού και χαμηλών τόνων τραγουδιού, με τον ηλεκτρικό ήχο του μπουζουκιού που κάνει ντεμέκ δεξιοτεχνίες, την επιτηδευμένη, βαριά φωνή του τραγουδιστή (βλακωδώς νόμιζαν κι ακόμη νομίζουν ότι αυτό δίνει το βάρος και τη βαρβατίλα σε ένα τραγούδι) και τα επιφωνήματα τύπου «έλλλλα ρε παιδί μου, δώσσσσε», δεν ήταν η χαριστική βολή στο λαϊκό τραγούδι. Υπήρξε και υπάρχει ακόμη συνέχεια. Οι Έλληνες «δημιουργοί» δε βαριούνται να κατακρεουργούν. Εγκληματικές πράξεις βαρέων βαρών.
«Ωραίο τραγούδι αυτό, Γιώργη, της στεναχώριας, έλεγε ο Μάρκος. Η στεναχώρια γεννάει τη δημιουργία, αλλά όχι στεναχώρια κουβαροψυχίτισσα. Στεναχώρια βαρβάτη, με αναστάσιμη ψυχή» έλεγε μεταξύ άλλων ο Γιώργης Χριστοφιλάκης σε συνάντησή μας και κουβέντα για το ρεμπέτικο και το Μάρκο. Ρεμπέτικο και χαζοχαρουμενιά δεν κολλάνε. Δεν του ταιριάζει η επιτηδευμένη εξωστρέφεια του νεοέλληνα. Γι' αυτό καταστράφηκε το είδος. Γίναμε χαζοχαρούμενοι, αγαπήσαμε το εύκολο και το ανώδυνο. Πλαδαρέψαμε. 
Ο αγαπημένος Δάσκαλος Γιώργης Χριστοφιλάκης λέει, το μαθητούδι παρακολουθεί. Με κουβάλησε στο στέκι του, αλλά κι εγώ τον κουβάλησα εκεί σε ώρα που δεν έβγαινε.
Στην πορεία έγινε τόσο ευτελές το είδος, που έπρεπε να εφευρεθεί κάτι άλλο. Κάτι που να χωράει κι έναν στίχο ή έναν ήχο της προκοπής. Και ανακαλύφθηκε το έντεχνο. Λες και αυτό που υπήρχε μέχρι τότε ήταν άτεχνο. Λες κι ο Σκαρβέλης ή ο Τούντας ήταν τίποτα συνθέτες της πλάκας. Λες κι ο Μάρκος ή ο Τσιτσάνης έγραφαν τραγουδάκια για μικρά παιδιά. Και άντε, άμα είσαι ο Χατζιδάκις και έχεις ταλέντο και ευφυΐα και συνδυάζεις με τον τρόπο σου τη δυτική μουσική με τη βυζαντινή, κάτι πετυχαίνεις (αν και το είχαν κάνει οι Σμυρνιοί με τα μινόρε τους, πολλά χρόνια πριν, έτσι για το κέφι τους) αλλά χέσε με βρε μάνα μου με αυτόν τον ορισμό του τραγουδιού που κατάντησε να φοριέται ακόμη κι από σχήματα τύπου Πυξ Λαξ. (Και νομίζω με το τελευταίο παράδειγμα περί εντέχνου ήμουν αρκετά σαφής και δε χρειάζεται να κάνω περαιτέρω ανάλυση για το είδος).

Καθιερώθηκε να λες «πάμε μπουζούκια» και να εννοείς ότι πας να ζήσεις τον σοδομισμό που γίνεται στο ιερό όργανο και τον εκχυδαϊσμό της ιερής μουσικής του τόπου σου. Και να σου αρέσει. Και να σου αρέσει που το ιερό ζεϊμπέκικο, χορός για άντρες αρχιδάτους και όχι για αρχίδια με αρκουδοβατραχίσια χάρη, κατέληξε κάπως έτσι:
Αυτό είναι και το πρότυπο του κάθε νεοέλληνα που βαφτίζει λαϊκή μουσική αυτό το αίσχος κι έχει συνδέσει το γλεντοκόπι στα «μπουζούκια» με την ελληνική παράδοση, με το φλογερό του -αχ, σιγά, καλέ, θα με κάψεις- ταμπεραμέντο, τη μαγκιά και αυτή του την ανοιχτοχεροσύνη που κανένας άλλος λαός δεν έχει. 
Έχω όμως κι εγώ το χέρι ανοιχτό, καλέ μου νεοέλληνα και παρ’ τα να μη σου τα χρωστάω.




Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Η μέση ελληνική οικογένεια και η μεσαία τάξη



Ήρθε η ώρα να μιλήσω για την ταπεινή μου καταγωγή. Γεννήθηκα σε ένα προσφυγικό σπίτι όπου μέναμε με παππού και γιαγιά. Οι γονείς μου δε βρήκαν τίποτα στο πιάτο. Κομμώτρια η μάνα, φορτηγατζής ο πατέρας, ανήκαν συνειδητά στην εργατική τάξη. Και φρόντισαν να μη χάσουμε την ταξική μας συνείδηση. Καμιά φορά, ο πατέρας μου με αποκαλούσε αριστοκράτισσα, λόγω του ξινού μου χαρακτήρα, με εμφανή την ανησυχία του μη μου συμβεί κάποια στιγμή και γίνω δεξιά, όπως είναι η κάθε αριστοκράτισσα που σέβεται τον εαυτό της. Νομίζω πως το πιο επικίνδυνο, αλλά και πιο εύκολο, θα ήταν να γίνω απολιτική μικροαστή. Δεν έγινα. Και άρχισα να συνειδητοποιώ γιατί. Γιατί τα βιβλία, οι μουσικές, οι ταινίες, οι εφημερίδες, οι άνθρωποι, έκαναν καλή δουλειά. Κι ας έζησα μέσα στον απόλυτο μικροαστισμό μιας μικρής επαρχιακής πόλης που πάσχιζε να δείξει μεγάλη.
Μεγάλωσα μέσα σε μία λαϊκή οικογένεια. Όμως ήταν πολιτικοποιημένη. Έμπαιναν κάθε μέρα στο σπίτι εφημερίδες, τις οποίες διάβαζα από μικρή. Χωρίς απαραιτήτως να καταλαβαίνω πάντα τι διαβάζω. Υπήρχαν και βιβλία. Όχι καμιά βαρβάτη βιβλιοθήκη. Εκτός από παιδικά βιβλία που αγόραζαν τακτικά γιατί έπρεπε να αγαπήσουμε το διάβασμα, είχαμε και εγκυκλοπαίδειες, πολιτική για τον μπαμπά και λογοτεχνία για τη μαμά. Η μάνα μου, που κουτσά στραβά έβγαλε μισό γυμνάσιο, δε διάβαζε και πολύ. Τα βιβλία της όμως ήταν από Παπαδιαμάντης μέχρι Τολστόι. Σήμερα, η μέση μάνα έχει βγάλει πανεπιστήμιο (για να έχει ένα χαρτί – εισιτήριο για την απασχόληση, λέμε τώρα) και διαβάζει Δημουλίδου.
Από μουσικές, στο σπίτι ακούγονταν ελληνικά. Οι γνωστοί μεγάλοι συνθέτες που συνήθως τα τραγούδια τους είχαν στίχους γραμμένους από μεγάλους ποιητές. Και, καμιά φορά, όταν μερακλώναμε, ήμασταν και λαϊκοί άνθρωποι, ακούγαμε και κάναν Τσιτσάνη ή Καζαντζίδη, άντε και Ζαγοραίο. Και πάλι όμως, καμία σχέση με τον κάθε αγοραίο που ακούει στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο η σημερινή μέση οικογένεια.
Τότε δεν είχαμε πολλά κανάλια κι ως εκ τούτου, δεν είχαμε και πολλή αποβλάκωση. Αναγκαστικά έβλεπες αυτό που είχε. Στην τηλεόραση γνώρισα την όπερα, τον καλό κινηματογράφο, την τέχνη, όλα αυτά που δεν έφταναν μέχρι την Κομοτηνή για να τα δω από κοντά. Σήμερα, το μέσο επαρχιωτόπουλο γνωρίζει από την τηλεόραση το ξεκατίνιασμα, τα ξέκωλα και τον λαμπερό και ψεύτικο κόσμο των διασημοτήτων. Η μέση οικογένεια αποβλακώνεται παρακολουθώντας εκπομπές που φτιάχνονται με σκοπό να τη χειραγωγήσουν. Δεν υπάρχει ελπίδα για όποιον μεγαλώνει με τις αρχές και τα ιδανικά της μέσης ελληνικής οικογένειας.
Η μέση ελληνική οικογένεια όταν ήμουν μικρή, ήταν σαν τη δική μου. Κάποιοι όμως δεν φοβήθηκαν μήπως χάσουν τα παιδιά τους την ταξική τους συνείδηση. Για την ακρίβεια, ήθελαν κι οι ίδιοι να τη χάσουν. Να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Να κάνουν κάτι σπουδαίο. Να γίνουν αστοί. Να δημιουργήσουν την περήφανη μεσαία τάξη, μια τάξη με προοπτικές αναβάθμισης. 
Το γελοίο φαινόμενο του μικροαστισμού εξαπλώθηκε σαν πανδημία. Η μεγαλομανία επίσης. Γεμίσαμε σουσούδες και κονιόρδους. Που σιχαίνονται την πολιτική, γιατί ξέρουν καλά ότι όλοι οι πολιτικοί είναι κλέφτες, απατεώνες και κοιτάνε μόνο την τσέπη τους. Σωστά. Κανένας πολιτικός δεν έβαλε κανένα μπαχτσίσι (ξέρεις, από τα κλεμμένα) σε καμία τσέπη καμιάς σουσούς. Σιχαίνονται την πολιτική, δηλαδή τη διαδικασία με την οποία παίρνονται αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή μας. Και απέχουν. Εκτός κι αν βρούνε τρόπο να προωθήσουν την απόφαση εκείνη που θα επηρεάσει (θετικά, εννοείται) τη δική τους ζωή. Τότε στηρίζουν αυτόν που κάνει την καλύτερη προσφορά.
Αυτό το είδος ευδοκιμεί στη χώρα μας γιατί βρήκε τις κατάλληλες συνθήκες. Και, επειδή τα οικονομικά προβλήματα το έχουν κάνει κάπως να ατροφήσει, καταβάλλονται προσπάθειες ώστε να μη μαραθεί τουλάχιστον. Πρέπει να πειστεί ότι η μεσαία τάξη υπάρχει ακόμη και έχει προοπτικές αναβάθμισης. Νάρκωση με την τηλεόραση, συντήρηση της ελπίδας με υποσχέσεις για σαξές στόρι, δώσ’ του σαξές αυτού του είδους, έστω και ως ελπίδα για το μέλλον και θα σου κάνει χαρούλες. Δώσε φαντασίωση σ’ αυτό το είδος, άφησέ το να πιστεύει πως έρχεται και πάλι η λάμψη και η επιτυχία και θα σου κάνει και τεμενάδες.
Διασκέδασέ το αυτό το είδος. Σε πίστες με φίρμες, στην τηλεόραση που έφτιαξες όπως ήθελες, στα βιβλία και στα περιοδικά που δείχνουν τα πρότυπα. Κράτησέ το ήρεμο, χαζοχαρούμενο και ναρκωμένο αυτό το είδος, ρίχνοντάς του τακτικά κανένα κοκαλάκι πασπαλισμένο με χρυσόσκονη. Και θα φράξει δυναμικά κι αποφασιστικά το δρόμο στα υπόλοιπα είδη που θέλουν να δοκιμάσουν μια άλλη πορεία.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Τα παιδιά του δρόμου


Ξέρουν τι πρέπει να φοβούνται. Την πιτσιρικαρία. Τους νέους που δε βλέπουν παιδεία στο παρόν τους και ξέρουν πως δε θα δουν χαΐρι στο μέλλον τους. Που ξέρουν ότι άλλοι έχουν ορίσει την πορεία τους στη ζωή και τους πέταξαν στο δρόμο για την καταστροφή. Καταστροφή για την οποία δεν ευθύνονται.
Είναι λογικό να είναι εξοργισμένοι οι νέοι σήμερα. Ανησυχούσα μήπως έχουν βγει χαλβάδες, από γονείς που τους είχαν μαλθακέψει οι συνθήκες της προ κρίσης εποχής και βρέθηκαν ξαφνικά ανήμποροι μπροστά στο πρόβλημα. Αλλά ευτυχώς δεν είναι όλοι έτσι. Αυτά τα παιδιά δε γνώρισαν ευδαιμονία (ή ό,τι ήταν αυτό που φανταστήκαμε πως θα κρατήσει για πάντα), δεν άραξαν, δε σάπισαν, δεν πρόλαβαν να γίνουν χάχες σαν εμάς. Γι’ αυτό έχουν το κουράγιο να εξοργίζονται και να εξεγείρονται. Γι’ αυτό τα φοβούνται.
Γι’ αυτό, χεσμένοι πάνω τους, έβγαλαν στους δρόμους όλα τα δικά τους παιδιά, αυτά που τα περισσότερα μπήκαν στη σχολή που θα τους εξασφάλιζε το μέλλον και το σταθερό μισθό. Εντάξει, δεν είμαι απόλυτη. Δεν τσουβαλιάζω. Υπάρχουν και εξαιρέσεις και οφείλω να τις αναγνωρίσω. Κάποιοι έγιναν μπάτσοι επειδή γουστάρουν να δέρνουν και ήθελαν να το κάνουν χωρίς να υπάρχει φόβος να θεωρηθούν παράνομοι. Και ξεχαρμάνιασμα και βόλεμα. Αυτές είναι δουλειές.
Τους νέους φοβούνται. Γι’ αυτό φροντίζουν να τους κοιμίζουν. Γι’ αυτό τους κρατάνε μακριά από τη μόρφωση. Γι’ αυτό προωθούν κι επιβάλλουν την ημιμάθεια. Κι οι τυχεροί, αυτοί που δεν τους χτύπησε η κρίση, θα φύγουν στο εξωτερικό και θα προκόψουν. Οι υπόλοιποι, αυτοί που μεγαλώνουν μέσα στην ανέχεια, θα γίνουν σερβιτόροι. Σε μετάφραση, υπηρέτες. Μόνο ημιμαθείς μπορούν να γίνουν υπηρέτες χωρίς να σηκώνουν κεφάλι. Και ταγματασφαλίτες.
Κι αυτά τα σκασμένα τολμούν να σηκώνουν κεφάλι από τώρα. Πριν προλάβουν να ολοκληρώσουν τον κύκλο της ημιμάθειας. Σε λίγο θα θελήσουν να αντισταθούν και στο τέρας που επιβάλλεται να συνηθίσουν. Επικίνδυνα πράγματα. Φαινόμενο που πρέπει να πατάξουμε, πατάσσοντας αυτά τα άθλια, ανυπάκουα τσογλανάκια που κάθε Δεκέμβρη βρίσκουν αφορμή να διαμαρτυρηθούν.
Νομίζω πως ποτέ δεν ξαμολήθηκαν τόσο πολλοί προστάτες του πολίτη, για τόσο λίγους διαδηλωτές. Ποτέ δεν ήταν τόσο τρομακτική η παρουσία ταγματασφαλιτών στους δρόμους. Γέμισε ο τόπος στολές, αλλά και καγκουροειδή με σακίδια που νομίζουν πως λόγω αμφίεσης, δεν ξεχωρίζουν από τους διαδηλωτές. Δεν ξέρω πόσοι ένιωσαν προστατευμένοι, βλέποντας ότι για κάθε πολίτη υπάρχουν δύο προστάτες έτοιμοι να τον προστατεύσουν (ή μήπως να τον τσακίσουν;) αλλά εγώ ένιωσα τρόμο.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, ήταν το Πολυτεχνείο. Με την κουστωδία υποκριτών φοιτητών που φρόντισαν από νωρίς να γαντζωθούν σε κάποιο κόμμα, που μάλωναν ποιοι θα πρωτοφανούν. Η πορεία εκείνη έχει πια ξεφτίσει και τώρα οι φοιτητές εκείνοι αποφεύγουν αυτά τα ιβέντια. Μόνο καμιά φορά εμφανίζονται για να μας πουν πόσο προβληματίζονται για την κατάσταση που τους εμποδίζει να τελειώσουν με τις σπουδές τους για να συνεχίσουν με μεταπτυχιακό.
Έχουμε ανάγκη από νέες αφορμές και πιο επίκαιρους λόγους για αντίσταση. Και, αφού δεν μπόρεσαν οι απολυμένοι της ΕΡΤ και των πανεπιστημίων, αφού δεν μπόρεσαν όσοι εργάζονται σε διαλυμένα σχολεία και νοσοκομεία, θα μπορέσει η πιτσιρικαρία. Ακόμη κι αν δεν ξέρει συνειδητά τι κάνει, πώς και γιατί το κάνει. Το ότι δεν έχει μέλλον, είναι ένας πολύ καλός λόγος για να μην αφήσει τίποτα όρθιο. Για να γίνει αυτό όμως, θα πρέπει να μάθει αυτό που κάνει να το κάνει συνειδητά. Και να έχει ξεκαθαρίσει όλα τα πώς και τα γιατί.
Κατά τ’ άλλα, δεν ξέρω αν το πήρες χαμπάρι, αλλά ψηφίζουν προϋπολογισμό. Νταξ, μωρέ. Όπως κάθε χρόνο. Με τις υγείες μας.


Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Η βία που δεν καταδικάστηκε ποτέ


Θυμάμαι τις εποχές που ζούσαμε. Όχι πως κάναμε αυτό που λένε μεγάλη ζωή. Ούτε τρελές κραιπάλες, ούτε επιδείξεις ευημερίας. Το λέω με σιγουριά ότι αυτοί που ξέρω δεν ανήκουμε στην ομάδα του «μαζί τα φάγαμε». Οι περισσότεροι φίλοι μου, όπως κι εγώ, δεν είχαμε καν αυτοκίνητο. Ούτε σπίτι. Ένα δυάρι νοικιασμένο και επιπλωμένο με τσαχπινιές, αντί για σοβαρά έπιπλα. Δε μας ένοιαζε.
Μας ένοιαζε η ζωή. Να βρεθούμε, να βγούμε, να γυρίσουμε, να ταξιδέψουμε, να γελάσουμε. Συναντιόμασταν τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα με τον καθένα. Δεν το σκεφτόμασταν καν. Και τις βόλτες μας στα μαγαζιά κάναμε,  και τον καφέ μας τον πίναμε και για φαγητό πηγαίναμε και για τσίπουρα και για ποτό. Δεν ήταν καθόλου κουραστικό να είμαι στο μαγαζί μέχρι τις 9 το βράδυ και αμέσως μετά να πηγαίνω στο μπαρ. Η ζωή δε σταματούσε με τη λήξη της (διπλο)βάρδιας. Τότε άρχιζε.
Καμιά φορά με πιάνουν ενοχές. Μήπως δεν έπρεπε να βλέπω φίλους; Μήπως αν δεν έτρωγα έξω, τώρα θα ήμουν σε καλύτερη κατάσταση; Μήπως για τη φτώχεια τη δική μου και του κράτους, την κατάντια της οικονομίας και τον ξεπεσμό της κοινωνίας φταίω εγώ κι αυτή η μανία μου να το ρίχνω πού και πού έξω;
Μήπως αν δεν αγόραζα εκείνο το παλτό, αν δεν έκανα εκείνη την αποτρίχωση, αν δεν έπινα εκείνον τον καφέ, αν δεν είχα πάει τότε Θεσσαλονίκη (με τον καρβουνιάρη, μη φανταστείς), τώρα τα πράγματα θα ήταν καλύτερα; Δηλαδή τι θα πάθαινα αν καθόμουν στο σπίτι μου με τις πιτζάμες κι έβλεπα τηλεόραση; Το πολύ πολύ να είχα πραγματικές ενοχές, αλλά και φόβους, που θα μου προκαλούσαν οι εντεταλμένοι δημοσιογράφοι του καθεστώτος.
Παρά το ότι δεν έχω καμία ενοχή για τη ζωή που έκανα μέχρι πριν από λίγο, καμία ενοχή για το ότι συναντούσα τους φίλους μου, καμία ενοχή για το ότι ξόδευα αυτά τα λίγα που έβγαζα με τον κόπο μου και δεν τα έχωνα κάτω από το στρώμα για τις δύσκολες μέρες. Δεν έχω καμία ενοχή για το ότι ζούσα.
Αντιθέτως, έχω ενοχές για τις ανοχές μου.
Ανέχομαι -και ανεχόμαστε- μια κατάσταση που μας συνθλίβει και μας αφανίζει. Αφανίζει τη ζωή μας. Τη βάζει στο μπλέντερ και την κάνει χυλό για να την καταβροχθίσει πιο εύκολα, αλλά και για να χαθεί η δυνατότητα να δημιουργηθεί ξανά. Ο ορισμός της βίας.
Μας απαγορεύουν να ζούμε. Ειδικά εμάς που δε ζούμε για να πλουτίζουμε. Εμάς που ζούμε για να ζούμε. Μας κλέβουν τη ζωή με τη βία. Τη βάζουν κάτω με βία, την κλοτσούν με βία, την τσαλαπατούν με βία, τη χέζουν με βία. Κι έτσι χεσμένοι και τσαλαπατημένοι, άντε να καταλάβουμε τι εστί βία. Άντε να βρούμε το κουράγιο να την καταδικάσουμε. Κι άντε να καταλάβουμε από πού προέρχεται, έτσι όπως γίναμε μόνοι, τρομαγμένοι και μίζεροι, χωμένοι στις πιτζάμες μας, μπροστά στην τηλεόραση.
Θα καταδικάσει κανένας άλλος τη βία που μας πήρε τη ζωή, τη δουλειά, την αξιοπρέπεια; Θα βρεθεί καμιά κεντροαριστερά να μας τα φέρει πίσω; Θα μιλήσει κανείς για αυτή τη βία; Εμείς θα βρούμε το θάρρος να τα ζητήσουμε πίσω;
Η ζωή μας τελείωσε. Με τη βία. Κλεισμένοι στα καβούκια μας, εμείς και οι φίλοι μας, δε θα ξανασυναντηθούμε και μόνο θα αναπολούμε. Τότε που είχαμε δουλειά με λίγα λεφτά και πολλά καλά. Που μας τα πήραν με τη βία. Και που μόνο οι τραγικά αφελείς και οι τραγικά επικίνδυνοι πιστεύουν πως θα μας τα επιστρέψουν χωρίς βία.




Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Η κραυγή και το κράξιμο


Καιρό τώρα παρατηρώ τις κραυγές γύρω μου. Λέω ότι παρατηρώ και όχι ότι ακούω, γιατί δεν εννοώ μόνο την κραυγή που βγάζει ήχο, αλλά ό,τι κραυγάζει γενικώς. Ό,τι μας κάθεται βαρύ στο αφτί, αλλά και στο μάτι και σε όλες τις αισθήσεις. Και ψάχνω να βρω τους λόγους της ύπαρξής της.
Είναι ένα θέμα με το οποίο πολλοί καταπιάστηκαν. Για παράδειγμα ο Ζυλ Ντασέν με την κραυγή γυναικών και τη Μελίνα να κάνει τη Μήδεια και να νομίζεις ότι ο Ευριπίδης, όταν την έγραφε, αυτήν στο μυαλό του. Με εκείνη τη φωνή, με εκείνο το μακιγιάζ που έκανε τα μάτια και το στόμα της ακόμα πιο μεγάλα. Και με μαύρο μαλλί. Να σκιάζεσαι. Μια κραυγή από μόνη της.
Ήταν κι εκείνο το έπος των 80’s στην τηλεόραση, η κραυγή των λύκων. Με την Αλιφέρη, γκαβή και με αμνησία, να έχει μπλέξει με το Ριχτεραίικο. Μια ιστορία δηλαδή βγαλμένη από τη ζωή των ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που μόνο ο Φώσκολος θα μπορούσε να συλλάβει. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που καταπιάστηκε με την κραυγή. Στη δεκαετία του ’60 είχε κάνει μια ταινία με το όνομα κραυγή, σκέτο. Δεν ξέρω αν ήταν η εμμονή του ή αν η ταινία οφείλει τον τίτλο της στην κραυγή του Φούντα που φωνάζει κάπου προς το τέλος την Άννννννννα - Χρονοπούλου. Η οποία ανεβαίνει με άνεση και χάρη τα σκαλιά ενός κτιρίου με καμιά σαρανταριά, υπολογίζω, ορόφους. Χωρίς καν να λαχανιάσει.
Δε συμβαίνει το ίδιο και με τον Μουνκ, ο οποίος προφανώς τα είχε φτύσει από το περπάτημα στο εφιαλτικό τοπίο των φιορδ, όπου είχε βγει για περίπατο με την παρέα του. Ποιος ξέρει κιόλας, εκεί στο βορρά (δεν έχω πάει να δω και να έχω άποψη, οπότε κάνω μόνο υποθέσεις) πώς είναι το χρώμα του ουρανού και γιατί μοιάζει τόσο εφιαλτικό και πώς σε προδιαθέτει, ώστε να καταλάβω γιατί προκάλεσε τόση αγωνία στο ζωγράφο, ώστε να κάνει μια τόσο σε βάθος αναζήτηση στα υπαρξιακά του, η οποία και του έδωσε την έμπνευση να φτιάξει την κραυγή του ξανά και ξανά. Άλλη εμμονή κι αυτή. Από αυτές που σε κατατάσσουν στους μεγάλους ζωγράφους.
Αυτή η μουτσούνα της σειράς των έργων του Μουνκ, έφτασε μέχρι τον κινηματογράφο και μάλιστα πάλι ως σειρά. Αφού εκείνη η τρελή σπλατεριά των 90’s με τον τίτλο scream, έκανε επιτυχία πιο μεγάλη κι απ’ τον πίνακα.
Αχ, τώρα που μιλάμε για τέχνη, να μην ξεχάσω να αναφέρω την κραυγή της Άννας Βίσση. Από τους πιο μοσχοπουλημένους δίσκους σ’ αυτή τη χώρα, η οποία εκείνη την εποχή, είχε τέτοια αισθητική που μόνο η κραυγή της ταίριαζε. Όλοι έκοβαν φλέβα για αυτό το πράμα που ήταν κάτι μεταξύ βλαχομπαρόκ, αραβοτράνς και ντισκοριεντάλ. Η κραυγή δε θα είναι ποτέ πια η ίδια. Μάλλον, η κραυγή στη σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι εκτόνωση ή έκφραση φόβου, αγωνίας ή δεν ξέρω τι, αλλά έχει να κάνει και με την απαράμιλλη αισθητική μας.
Δε θα ισχυριστώ πως η αισθητική μας έχει αλλάξει. Απλώς η φτώχεια μας έκανε λιγότερο κραυγαλέους. Τουλάχιστον σ’ αυτό το θέμα. Αλλά και πάλι, δεν έχει ο Έλληνας να πάει στη Βίσση, θα πάει σε μικρότερη πίστα να ακούσει τις κραυγές του ντόμπερμαν και του λυκόσκυλου. Δεν έχει σχέση με την κραυγή των λύκων που ανέφερα πιο πάνω, αλλά κι αυτό τέχνη είναι. Γνήσια ελληνική. Και πάει πακέτο με την κραυγή του καψούρη που θα κάνει τρεις φορές το γύρο της πλατείας με τα τραπεζάκια έξω (στα δυτικά, συνήθως), με τέρμα το σκυλάδικο στο ηχοσύστημα του αυτοκινήτου. Ή θα γκαζώσει με το μηχανάκι του που το έχει κάνει να κλάνει από την εξάτμιση. Και θα γυρίσουν να τους κοιτάξουν όλες οι γκόμενες με τα εξτένσιον στα μαλλιά, τους γαλάζιους φακούς στα μάτια, το φούξια κραγιόν με το καφέ περίγραμμα τρεις πόντους πάνω από τη γραμμή των χειλιών, τα φουσκωμένα βυζιά, το ψεύτικο νύχι με το γαλλικό μανικιούρ με στρασάκια, και θα ‘χει αναστατωθεί τόσο πολύ η ύπαρξή τους από αυτούς τους ήχους, που θα κοντεύουν να κατακρημνιστούν από τις δεκαπεντάποντες ροζ γόβες τους.
Κάθε γειτονιά κι άλλη κραυγή. Αλλιώς κραυγάζουν στη δύση, αλλιώς σε βορρά και νότο. Εκεί κραυγάζει η πανάκριβη τσάντα με τα κουτάκια ή το άσχημο σήμα του LV, περασμένη στον καρπό κι ας πάθουν τενοντίτιδα. Εκεί κραυγάζει το καρό Burberry ακόμα και στο αυτοκίνητο. Εκεί κραυγάζει το έξυπνο κινητό που σου το τρίβουν στη μούρη, για να μη νομίζεις πως έχεις μόνο εσύ κι αυτοί δεν έχουν.
Είναι όμως και η κραυγή του κουλτουριάρη, που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να αποδεικνύει συνεχώς την κουλτουροσύνη του. Αυτή η κραυγή είναι πραγματική. Με ήχο. Και έρχεται να ανατρέψει όλα όσα πίστευα για τους καλλιεργημένους και πολιτισμένους ανθρώπους. Ότι δηλαδή μιλάνε διακριτικά και χαμηλόφωνα. Λάθος. Μιλάνε δυνατά για να τους ακούσουν όλοι. Για να καταλάβουν όλοι ότι κάτι σημαντικό έχουν να πουν. Προφανώς οι καλλιεργημένοι και πολιτισμένοι να είναι ακριβώς όπως πίστευα κι αυτοί να ανήκουν σε κάποιο άλλο είδος, αφού, αν τους προσέξεις, τελικά, δεν έχουν να πούνε και πολλά, αλλά το τίποτά τους τις λένε με τέτοιο στόμφο, τέτοια στεντόρεια φωνή και τέτοιο πάθος και επιβλητικό ύφος, που σε κάνουν να χάνεις τα λόγια σου. Αυτό συνήθως το συναντάς σε στέκια διανοουμενίστικα, από τα οποία θέλεις να φύγεις τρέχοντας. Διότι, όταν οι κραυγές είναι πολλές, σκόρπιες και συνήθως άναρθρες, δημιουργείται χλαπαταγή, πράγμα χειρότερο κι από την εξάτμιση του κάγκουρα.
Από την άλλη έχουμε κι εκείνους που ναι μεν έχουν φωνή, αλλά δεν ξέρουν ούτε καν αυτό το τίποτα να πούνε. Έτσι η κραυγή τους είναι πρωτόγονη. Είναι μια κραυγή του μικρού που ενώνει το τίποτά του με άλλους σαν αυτόν και νιώθει ξαφνικά μεγάλος και σπουδαίος. Δημιουργείται μια ομάδα ζόρικων τύπων, που κραυγάζουν πως είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, αλλά πιο πολύ θυμίζουν Ούννους, τους οποίους ασφαλώς απεχθάνονται. Είναι να κραυγάζεις με την περίπτωσή τους.
Κραυγή όλα αυτά τα ξεφωνημένα που συναντούμε γύρω μας. Στα μαγαζιά, στους δρόμους, στους ανθρώπους. Είναι το κίτρινο μαγαζί με τα μεγάλα γράμματα που γράφουν «αγοράζω χρυσό». Είναι οι γιγαντοαφίσες με τους τραγουδιάρηδες, που ευτυχώς λόγω φτώχειας, δε μας πνίγουν όσο κάποτε. Είναι οι επιγραφές με τα φωτάκια που αναβοσβήνουν στα μαγαζιά που κατεβάζουν τις τιμές του καφέ και το χοτ ντόγκ. Είναι κι οι άνθρωποι που νομίζεις πως έχουν ντυθεί από πάνω μέχρι κάτω με φωτάκια που αναβοσβήνουν.
Αν για κάποιους η κραυγή είναι τρόπος να εκφράσουν κάτι που τους βασανίζει, για κάποιους άλλους είναι η έκφραση της ανάγκης τους να σου τρίψουν στη μούρη τον εαυτό τους. Θα μου πεις ότι ίσως ο εαυτός τους είναι αυτό που τους βασανίζει. Βασανίζει όμως και τους υπόλοιπους, πράγμα που είναι φυσικό να φέρει κράξιμο. Θεωρώ πως, κατά κάποιον τρόπο, το κράξιμο είναι η απάντηση στην κραυγή. Δεν εννοώ το περιοδικό που έβγαζε η Πάολα στα 80’s, στο οποίο έδωσε αυτόν τον αυτοσαρκαστικό (πόσο αγαπώ τον αυτοσαρκασμό τους) τίτλο. Εννοώ το κράξιμο που ρίχνουμε στους πολιτικούς, οι οποίοι μας επιβάλλουν την κραυγή τους (και εδώ η κραυγή είναι τρομακτική και αμείλικτη), γιατί δεν έχουμε τα κότσια να τους ρίξουμε κάτι άλλο. Το να τους ρίξουμε από την εξουσία, ούτε για πλάκα. Εννοώ και το κράξιμο που ρίξαμε στο Κατερινάκι επειδή το κορίτσι ήθελε να μπαίνει στο μετρό με κανονικούς ανθρώπους. Κράξιμο ομαδικό που ήρθε ως απάντηση στην κραυγή μιας νεόπλουτης αστής που προσπαθεί να διαγράψει και να αποκηρύξει την τραχανοπλαγίτικη ρίζα της, και να υποστηρίξει το δικαίωμά της να μην αναπνέει τον ίδιο αέρα με το κατώτερο είδος των ανθρώπων που δεν έχουν να δώσουν δέκα ευρώ για ένα εισιτήριο.
Με μπερδεύει ωστόσο το κρα κρα των προσκόπων. Ενώ πρόκειται ξεκάθαρα περί κραξίματος, οι ίδιοι το ονομάζουν κραυγή. Δεν έχω κάνει προσκοπίνα, οπότε δεν καταλαβαίνω για πιο λόγο πρέπει να κραυγάζουν. Θα προτιμούσα και αυτοί και όλοι να κράζουν.
Προσωπικά προτιμώ το κράξιμο από την κραυγή. Για την ακρίβεια, το θεωρώ αναγκαίο, αν όχι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε όταν όλα γύρω μας έχουν γίνει τόσο ενοχλητικά κραυγαλέα.
Όταν ο Αίσωπος έλεγε ότι εκ στόματος κόρακος κρα εξελεύσεται, μάλλον ήταν άλλες οι εποχές και δεν είχες λόγο να κράξεις.




Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Πάλης ξεκίνημα, νέος εμφύλιος


Η κατάσταση έχει ξεφύγει και μας παρασέρνει όλους. Φαινόταν εδώ και καιρό. Αντί να ενωθούμε, να συνεργαστούμε και να αντιμετωπίσουμε το τέρας, αποφασίσαμε να του μοιάσουμε. Ξεκινήσαμε με επιθετική συμπεριφορά ο ένας προς τον άλλον. Δε χάναμε ευκαιρία να του χωθούμε, λες και ήταν αυτός η πηγή του κακού που μας βρήκε. Και, ασφαλώς, ο άλλος μας επέστρεφε την επιθετικότητα. Μείναμε μόνοι αλλά νιώθαμε μοναδικοί. Κάποιοι είχαν μεγάλη ανάγκη να νιώσουν μοναδικοί, έστω κι έτσι. Έστω κι αν τα όρια ανάμεσα στο μοναδικό και τον τιποτένιο είναι αδιευκρίνιστα κι έτσι εύκολα περνάει κανείς από τη μια μεριά στην άλλη.
Βγήκαν λοιπόν οι τιποτένιοι που αισθάνονται μοναδικοί και απελευθερώνουν όλα όσα μάζευαν στη μίζερη ζωή τους. Βγαίνει η κυράτσα και κλοτσάει το ίσως ήδη κακοποιημένο παιδί, επειδή η παρουσία του χαλάει τη μόστρα στο μαγαζάκι της. Ούτε της πέρασε από το μυαλό ότι το μαγαζί της κινδυνεύει περισσότερο από τα χρέη που προκαλεί το success story που της ετοιμάζουν. Εκεί όμως δεν μπορεί να ρίξει κλότσους. Πάντα το ξέσπασμα γίνεται στον αδύναμο.
Εμείς, μπροστά στις οθόνες μας, σοκαριζόμαστε, αλλά δεν κουνιόμαστε. Μέχρι να βγει ο φασίστας στο δρόμο οπλισμένος και να αρχίσει τη σφαγή. Κι από δίπλα ο μπάτσος και φύλακας του φασιστικού συστήματος, να παρακολουθεί χαιρέκακα.
Όλα δείχνουν ότι η κατάσταση δεν ελέγχεται. Αυτό συμβαίνει όταν η καρέκλα της εξουσίας τρίζει αλλά εκείνη πρέπει πάση θυσία να μείνει στη θέση της. Οι εκπαιδευτικοί δίνουν τη χαριστική βολή στο σύστημα με τις κινητοποιήσεις τους. Όταν κι αυτοί έχουν πρόβλημα που τους οδηγεί στους δρόμους, σημαίνει πως η υπόλοιπη κοινωνία παραπαίει. Και η εξουσία καταρρέει. Ακόμη κι ο πιο ναρκωμένος εγκέφαλος, δέχεται δονήσεις. Οι πληβείοι κοντεύουν να ξυπνήσουν. Το καθεστώς πρέπει να δράσει άμεσα. Τώρα είναι που αναλαμβάνουν δράση τα μαντρόσκυλα. Φοβάμαι πως όσο πιο σοβαρά προβλήματα θα έχει να αντιμετωπίσει η εξουσία, τόσο πιο σοβαρά εγκλήματα θα κάνουν οι φασίστες. Τόσο τα μαντρόσκυλα του καθεστώτος θα το προστατεύουν.
Θα πάψουν πια να στρέφονται εναντίον των αδυνάτων. Θα χτυπάνε στοχευμένα. Θα «καθαρίζουν τον τόπο» από αντιφασίστες. Όπως τώρα. Τα φονικά θα γίνουν καθημερινότητα. Έτσι, σα καλά καθούμενα. Μέσα στον κόσμο. Μπροστά στους ΔΙΑΣ που θα παρακολουθούν το θέαμα αμέριμνοι. Κι εμείς, σοκαρισμένοι, θα παρακολουθούμε τα τραγικά γεγονότα και θα εκφράζουμε την αγανάκτηση, το θυμό και τον αποτροπιασμό μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και συχνά θα βγαίνει κάποιος που θα συνιστά ψυχραιμία, να ανάψουμε κάνα ρεσώ για την ψυχή του δολοφονημένου και να συνεχίσουμε κοιτώντας μπροστά.
Αν αυτό δεν είναι εμφύλιος, τι μπορεί να είναι; Αν αυτό δεν είναι κάλεσμα για αφύπνιση, τι μπορεί να είναι; Κι αν δεν είναι το τέλος τους, τι μπορεί να είναι;
Ο εμφύλιος, όταν τα πράγματα ξεφεύγουν, δεν είναι απαραιτήτως κάτι κακό. Είναι ανάγκη. Είναι η επανάληψη ιστορίας, αυτό που πρέπει να ξαναζήσουμε, επειδή το αγνοήσαμε.
Τα γεγονότα διαμορφώνονται όπως τότε. Δεν παρατηρώ καμία αλλαγή σε ανθρώπους, καταστάσεις και πορεία. Γερμανική κατοχή, κυβέρνηση Τσοολάκογλου, δωσίλογοι, χίτες, ταγματασφαλίτες, φτώχεια, πείνα, μαυραγορίτες, η αστυνομία και η δικαιοσύνη είναι όργανα του καθεστώτος, κι εμείς μόνοι μας παλεύουμε με το τέρας.
Και τώρα έχουμε το πρώτο επίσημα καταγεγραμμένο θύμα του ναζιστικού καθεστώτος. Κανένας αστυνομικός από αυτούς που βρίσκονταν δίπλα δεν παρενέβη. Κανένα μέσο ενημέρωσης δεν μπήκε στον κόπο να μας πει τι συμβαίνει. Αφού δεν έπιασε το παραμύθι του πλακώματος των οπαδών που το φανατιλίκι για τις ομάδες τους τούς οδήγησε στο έγκλημα, κάνουν την πάπια. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις αναλαμβάνουν δράση οι καθεστωτικοί αρθρογράφοι που, κρατώντας ίσες αποστάσεις από τα "άκρα", γράφουν τα ορθολογικά τους άρθρα, καταδικάζοντας τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται και μας παρακινούν να τα αφήσουμε όλα πίσω και να κοιτάξουμε μπροστά, το success story που βρίσκεται έξω απ’ την πόρτα μας. Καμιά καθεστωτική δικαιοσύνη δεν περιμένουμε να δικαιώσει το πρώτο θύμα του εμφυλίου. Το πράγμα φωνάζει. Και μας καλεί. Εμείς πρέπει να αναλάβουμε.
Αν αυτό δε λέγεται εμφύλιος, ας το ονομάσουμε "πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες". Καλά κουράγια και αντοχές στον αγώνα που οφείλουμε να κάνουμε. Άμεσα γιατί ήδη είναι αργά.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Λόλα, να ένα αγγούρι


Εμένα το σχολείο μού έχει αφήσει τραύματα. Και να φανταστεί κανείς ότι ξεκίνησα τη μαθητική μου καριέρα ως φυτό. Ένα βίτσιο με το διάβασμα από νήπιο. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για να γλιτώσω από κάτι πληγές να –με το συμπάθιο- που μου προκάλεσε.
Στο σχολείο της εποχής μου, που λες, μαθαίναμε πατριδογνωσία. Τη μισή μας μέρα την αφιερώναμε σ’ αυτό το μάθημα. Εφιάλτης. Η δασκάλα μου στο δημοτικό έχει κατακτήσει μια θέση ανάμεσα στα πέντε πιο κακιασμένα άτομα που έχω συναντήσει. Ανάμεσα στους λόγους της βράβευσής της, είναι και η λύσσα με την οποία μας δίδασκε αυτά τα μαθήματα.
Μας έπνιγε με τον πατριωτισμό στην τάξη και μετά μας έβγαζε στο προαύλιο για χορούς και τραγούδια. Τραγουδούσαμε: «Στης Θράκης μας τ’ απάτητα βουνά που η δόξα βασιλεύει… μπλα μπλα μπλα… Θρακιώτες και Θρακιώτισσες για τέτοια ένδοξη πατρίδα, γεια σας παιδιά! (η χαιρετούρα κρινόταν απαραίτητη για να νιώσουμε τη δόξα να κυλάει στο αίμα μας)… ξανά μπλα μπλα μπλα». Ε, εγώ μ’ αυτό το τραγουδάκι έτρωγα δοξασμένες φρίκες. Τέτοιες φρίκες που, τόσα χρόνια μετά, μου έχει καρφωθεί στο μυαλό πιο πολύ κι απ’ το αρνάκι άσπρο και παχύ. Χώρια ότι είχα την εντύπωση πως έλεγε για πατητά βουνά και καθόμουν μετά στο παράθυρο και παρατηρούσα τα βουνά της Ροδόπης για να διαπιστώσω αν όντως είναι πατητά στο σχήμα τους. Δεν ήταν. Κι εδώ που τα λέμε, ούτε απάτητα ήταν, όπως τα ήθελε η παραχάραξη της ιστορίας που μας πασάρανε οι νοσταλγοί της Χούντας. Η πραγματική ιστορία –αυτή που έμαθα αργότερα, εκτός σχολείου- τα ήθελε πατημένα από πολλούς και διάφορους που εναλλάσσονταν κατά καιρούς.
Το συγκεκριμένο τραγουδάκι το χορεύαμε σε καλαματιανό. Ούτε καν ζωναράδικο, συγκαθιστό, μπαϊντούσκα, κάτι θρακιώτικο, βρε αδερφέ. Μετά πιάναμε το «Μακεδονία ξακουστή» γιατί έπρεπε να χωνέψουμε πως όλοι οι τόποι της πατρίδας μας είναι δοξασμένοι.
Δεν ήταν μόνο οι χοροί και τα τραγούδια που μου σημάδεψαν τη ζωή. Ήταν και το κατηχητικό, απαραίτητο συμπλήρωμα του σχολείου. Το οποίο βρισκόταν εκεί για να καλύψει τις μεταφυσικές μου ανησυχίες με τραγουδάκια για το Χριστούλη που μας βλέπει από ψηλά. Οι γονείς μου ανησυχούσαν μην μπλέξω με παπαδαριά και θεούσες με μουστάκια. Δεν έμπλεξα. Δε θυμάμαι αν ήταν από τύχη, αν δούλεψε το μυαλό μου ή αν έφταιγε τελικά η άρνησή μου ν’ αφήσω μουστάκι.
Στο γυμνάσιο και στο λύκειο είχαν χαλαρώσει τα πράγματα. Ίσως επειδή οι νοσταλγοί της Χούντας όλο και κρύβονταν. Δε μας υποχρέωναν να είμαστε πατριώτες. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ήταν ιδανικό, ωστόσο τρωγόταν, σε σχέση με το τωρινό. Έπαιρνες τη γνώση που χρειαζόσουν για να προχωρήσεις παραπέρα. Η γνώση δεν ήταν στείρα. Σου έδιναν τη δυνατότητα να σκεφτείς, να αναλύσεις, να κρίνεις. Όχι πως αυτός ήταν ο σκοπός τους, αλλά τουλάχιστον δεν το απαγόρευαν.
Περνώντας τα χρόνια, το σύστημα άλλαξε. Το σχολείο ήταν εκεί για να δίνει πληροφορίες. Πολλές και συχνά άχρηστες. Ωστόσο εσύ έπρεπε να τις καταπιείς αμάσητες και, όταν ερχόταν η ώρα, να τις ξεράσεις στην κόλλα των εξετάσεων. Οι καθηγητές σου ήταν αδύνατο να σε βοηθήσουν στην κατάποση. Η αποστολή τους ήταν μόνο να σε μπουκώνουν. Γι’ αυτό δε γινόταν να καταπιείς τόση πληροφορία χωρίς φροντιστήριο. Το σχολείο αποδεικνυόταν άχρηστο, όπως πάντα υποψιαζόμασταν.
Αν συνεχιστεί αυτή η πορεία, σύντομα το σχολείο θα είναι ακατάλληλο για παιδιά και νέους. Κι αν πάρουμε στα σοβαρά κι αν εφαρμοστούν προτάσεις σαν αυτή της κυρίας καθηγήτριας που ήδη έχει βάλει το χέρι της –με προτεταμένο το μεσαίο δάχτυλο- στην εξέλιξη της ελληνικής παιδείας, το κλείσαμε το μαγαζί. Λουκέτο από την πρωτοβάθμια. Για τα πανεπιστήμια δεν το συζητώ, είναι ήδη τελειωμένα.
Ομολογώ ότι δεν έμαθα αρχαία ελληνικά. Άλλο τραύμα κι αυτό. Ένας ελεεινός φιλόλογος, που φρόντισε να με χλευάσει με το που με αντίκρισε, καθόρισε την πορεία μου. Με έκανε να σιχαθώ το μάθημά του, επειδή δεν ήθελα να τον βλέπω, οπότε η ώρα που έμπαινε στην τάξη ήταν πολύ μαρτυρική για να ασχοληθώ και με αυτά που έλεγε. Αργότερα, προσπάθησα μόνη μου να διαβάσω Πλάτωνα, έχοντας από τη μια μεριά το πρωτότυπο κι από την άλλη τη μετάφραση. Δεν το έκανα επειδή επιθυμούσα να αναστήσω μια νεκρή γλώσσα, όπως ισχυρίζεται η κυρία καθηγήτρια, η οποία ωστόσο τα γνωρίζει καλύτερα τα αρχαία από μένα, τα οποία προφανώς τα έμαθε επειδή έτσι έπρεπε. Εγώ έμαθα αυτά τα λίγα, για λόγο συγκεκριμένο. Γιατί κατάλαβα πως γνωρίζοντας τη γλώσσα ενός λαού, αντιλαμβάνεσαι καλύτερα τη σκέψη του. Μπαίνεις στο μυαλό του.
Χωρίς να καταφέρω να μάθω καμιά γλώσσα καλά, φρόντισα να έρθω σε επαφή με πολλές. Από τούρκικα μέχρι καλιαρντά. Έτσι, για να γνωρίσω τον κόσμο. Να ξανοιχτώ σε άλλους κόσμους. Πώς θα γνωρίσουμε τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, άμα δεν καταλάβουμε πώς σκέφτονταν τότε; Πώς θα γνωρίσουμε τη σκέψη τους, αν δε γνωρίσουμε τη γλώσσα τους; Αναγκαστικά, θα καταλήξουμε σε εικασίες. Θα φανταστούμε κάτι που ποτέ δε συνέβη. Θα βγει για παράδειγμα ο χρυσαυγίτης και, με σπαστά (νέα) ελληνικά, θα ισχυριστεί ότι από κει βαστάει η σκούφια του κι ότι η σκέψη του είναι βασισμένη στα αρχαιοελληνικά πρότυπα. Χωρίς να ξέρει πώς και γιατί.
Τώρα βέβαια, για να μην τα έχει καταλάβει αυτά η κυρία καθηγήτρια, ή είναι πολύ ρηχή η σκέψη της, ή κάποιο λόγο θα έχει. Και, αν και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το πρώτο, είναι πιο πιθανό το δεύτερο. Η παιδεία στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Κι αν υπάρχουν κάποια ίχνη της, πρέπει να σβηστούν άμεσα. Η μόρφωση θα απαγορευτεί. Θα την αντικαταστήσει η εκπαίδευση. Εκπαίδευση ανθρώπων, παρόμοια με αυτή των σκύλων. Τα παιδιά μας πρέπει από δω και πέρα να εκπαιδεύονται με τρόπο που θα εμποδίζει τη σκέψη και τη βούληση. Θα μάθουν να εκτελούν εντολές. Μια γλώσσα που, όταν μιλιόταν, προκαλούσε τη σκέψη, πρέπει να πεθάνει. Θα την εκτελέσουμε και θα την παρουσιάσουμε ως νεκρή.
Ό,τι και να λέει η κυρία καθηγήτρια, δεν υπάρχουν νεκρές γλώσσες. Ειδικά οι γλώσσες που παράγουν σκέψεις, έννοιες, ιδέες, κάθε άλλο παρά νεκρές είναι. Κι όλα αυτά, τα έχουμε ανάγκη στην εποχή μας περισσότερο από ποτέ. Εξάλλου αυτό είναι παιδεία. Κι όχι η στείρα γνώση που μας πετάνε στα μούτρα.

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Γενέθλια, κηδείες και άλλες ιστορίες


Παρακολούθησα με ενδιαφέρον τον εορτασμό των γενεθλίων του ΠΑΣΟΚ στο facebook. Δεν κρύβω πως συμμετείχα κι εγώ. Θυμήθηκα βέβαια πως κάποτε το γιορτάζαμε διαφορετικά. Τότε που η φαντασία κάλπαζε και ονειρευόταν μια Ελλάδα νέα, φαντασιωνόμασταν την αλλαγή  και άλλα τέτοια ρομαντικά. Κι η αλλαγή ποτέ δεν ήρθε, γιατί κι εμείς ποτέ δεν αλλάξαμε.
Πολλοί ήταν αυτοί που κατηγόρησαν όσους κάποτε έκαναν πάρτι για το ΠΑΣΟΚ και τώρα στους τοίχους τους του κάνανε κηδεία. Σωστά. Πολλοί, πάρα πολλοί, το ψήφιζαν, είχαν όφελος από αυτό και τώρα έμειναν απ’ έξω και τους έχει πιάσει λύσσα. Ήταν αυτοί που πάνε όπου φυσάει ο άνεμος. Και τώρα, ναι, ο άνεμος φυσάει στο ΣΥΡΙΖΑ και εκεί θα τους συναντήσουμε.
Σκέψου όμως και πόσοι είναι οι πραγματικά απογοητευμένοι. Και οι αφελείς. Που πάνε εκεί που νομίζουν ότι υπάρχουν σωτήρες. Και με την ευκαιρία θα κάνω και την αυτοκριτική μου.
Κατάγομαι από πασοκοοικογένεια. Η οποία επί Χούντας υπέστη διώξεις και αντιμετώπισε προβλήματα. Ο πατέρας μου δηλαδή. Η μάνα μου προέρχεται από παραδοσιακή κομμουνιστική οικογένεια. Και τη θυμάμαι κάποτε να λέει στον πατέρα της ότι θα ψηφίσει ΠΑΣΟΚ για να φύγει η ΝΔ κι εκείνος να νιώθει το εγκεφαλικό να πλησιάζει επειδή η κόρη του έχασε τις αξίες της και τα ιδανικά της. Ο πατέρας μου ήταν συνειδητοποιημένος σοσιαλιστής. Τον κομμουνισμό τον έβρισκε σκληροπυρηνικό και τους νεοδημοκράτες τους θεωρούσε φασίστες. Είδε σοσιαλιστικό κίνημα και τσίμπησε. Και ποιος δεν τσίμπησε το ’81; Και ποιος μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθήσει;
Μέσα σε ένα σπίτι έντονα πολιτικοποιημένο, όπου μόνο πολιτικά βιβλία (εκτός από τα δικά μου) και εφημερίδες κυκλοφορούσαν, λογικό ήταν να μπω στο κλίμα. Και, μεγαλώνοντας, να αποκτήσω κρίση και άποψη. Και να δω ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι τόσο σοσιαλιστικό, όσο σοσιαληστρικό. Απαρνήθηκα την ιδιότητα του πολίτη και δεν έβγαλα εκλογικό βιβλιάριο. Έμεινα για αρκετά χρόνια έτσι, αρνούμενη να συμμετάσχω στο παιχνίδι που παιζόταν. Μεγαλώνοντας, αστικοποιήθηκα. Άρχισα να ψηφίζω. Ομολογώ τα εγκλήματα που έκανα στην κάλπη: ΠΑΣΟΚ για να φύγουν οι φασίστες της ΝΔ. ΝΔ για να φύγουν τα λαμόγια του ΠΑΣΟΚ. ΚΚΕ, Συνασπισμό ή μικρά αριστερά κόμματα για να βγουν ενισχυμένα και να αντιμετωπίσουν τη λαίλαπα του δικομματισμού. Το 2009 δεν ψήφισα αλλά χάρηκα που βγήκε το ΠΑΣΟΚ κι έτσι θα γλιτώναμε από την κατρακύλα. Τόσο αφελής, τόσο ανόητη, τόσο μαλάκω. Αφού κατά βάθος ήξερα πως και το ΠΑΣΟΚ τα ίδια σκατά ήταν.
Πόσοι χαρήκαμε τότε, όχι επειδή θα είχαμε πρόσβαση στην πασοκική εξουσία, αλλά επειδή ελπίζαμε πως θα απαλλαγούμε από το χάλι της ΝΔ; Πόσοι τέτοιοι βλάκες κυκλοφορούμε σ’ αυτή τη χώρα; Πόσοι ψηφίσαμε ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές για να γλιτώσουμε από τις πολιτικές που μας οδήγησαν εδώ που είμαστε τώρα; Και πόσοι θα το ξανακάνουμε; Πόσοι αφελείς θα αναζητήσουμε σωτήρες για τη χώρα μας; Πόσοι θα βασιστούμε στο μονόφθαλμο για να μη μας οδηγούν οι τυφλοί;
Ζούμε ανάμεσά σας και είμαστε πολλοί. Δεν είμαστε οι περισσότεροι, ούτε οι χειρότεροι, αφού τα λαμόγια είναι πιο επικίνδυνα και περισσότερα από εμάς, τους ανόητους ρομαντικούς. Ωστόσο υπάρχουμε. Και ψηφίζουμε. Όχι με βάση το προσωπικό όφελος, αλλά ελπίζοντας πάντα να απαλλαγούμε από ό,τι μας καταστρέφει. Μας κυβερνούν οι αλήτες, επειδή το μυαλό μας το κυβερνά η βλακεία. Αν δεν απαλλαγούμε απ’ αυτήν, θα συνεχίσουμε να παίζουμε το παιχνίδι τους και λαμόγια θα εναλλάσσονται στην εξουσία, αφήνοντάς μας με την απορία του ηλιθίου που θα ψάχνει να βρει το λάθος του.
Και επειδή θα βγουν πολλοί και θα πούνε, όπως πάντα, «τι προτείνεις;», προκαταβολικά δηλώνω πως δεν προτείνω τίποτα. Γιατί δε γίνεται να παρέμβω στο χαρακτήρα του άλλου. Γιατί, για να γίνει το θαύμα, πρέπει να αλλάξουμε χαρακτήρα. Να αλλάξουμε στάση. Να αποφασίσουμε να χάσουμε και την τελευταία μας ελπίδα. Να καταλάβουμε πως όποιος έχει εξουσία τώρα, δε διαφέρει σε τίποτα από αυτόν που είχε εξουσία χτες ή αυτόν που θα την έχει αύριο. Να αναλάβουμε εμείς την ευθύνη για τον εαυτό μας. Και να το γυρίσουμε στην αυτοοργάνωση. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που δε θα την αναλύσω εγώ. Όχι εδώ και όχι τώρα.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Ο λαός δεν ξεχνά;


Μου ήρθαν στο μυαλό κάτι κουκουέδικα συνθήματα, με μπόλικη αντιαμερικανιά, αντικαπιταλισμό και αντιιμπεριαλισμό. Με τα νέα δεδομένα, δεν ξέρω τι κάνει το κόμμα, εμείς πάντως τα ξεχάσαμε. Όπως ξεχάσαμε και το «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά». Αυτό ήταν πασοκικό σύνθημα, μην ξεχνιόμαστε. Ήρθαν τα πάνω κάτω. Το ΠΑΣΟΚ έγινε δεξιά, το ΚΚΕ έγινε μια τρυφερή ανάμνηση, η αριστερά διεκδικεί εξουσία κι εμείς ελπίζουμε να μην καταντήσει ΠΑΣΟΚ. Να παραμείνει αριστερά. Ή ό,τι εκφράζει αυτό που, μέχρι τώρα, είχαμε στο μυαλό μας ως αριστερά. Γιατί είναι καιρός να τοποθετήσουμε διαφορετικά τα πράγματα.
Επανέρχομαι στα συνθήματα που τα θεωρούμε ξεπερασμένα. Κούνια που μας κούναγε. Νομίζουμε ότι ο κακός της παρέας είναι η Γερμανία που δεν έπαψε να είναι ναζιστική. Όχι τα διεθνή οικονομικά παιχνίδια που παίζονται στην πλάτη μας. Νομίζουμε ότι η Αμερική μένει αμέτοχη. Δεν είναι αυτή που κάνει τη μάνα στο παιχνίδι. Κι ότι όλα αυτά γίνονται επειδή οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μας ζηλεύουν, εμάς τους πολιτισμένους, και θέλουν να μας τσακίσουν. Όχι επειδή πρέπει πάση θυσία να επιβιώσει ο καπιταλισμός.
Όσοι δεν αποβλακωθήκαμε, βλέπουμε πως ο καπιταλισμός καταρρέει και προσπαθεί να πιαστεί από κάπου. Δεν είναι η πρώτη του κατάρρευση. Από τότε που έκανε την εμφάνισή του, συνεχώς χαλάει, πλακώνουν μηχανικοί και γιατροί, αισθητικοί και μασατζήδες, μοδίστρες και κομμώτριες, τον σενιάρουν και τον ξαναβγάζουν στο μεϊντάνι. Πάντα βρίσκουν τεχνάσματα για να τον κρατήσουν στη ζωή και να τον επαναφέρουν στη ζωή μας. Τη μια ήταν η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Καταλάβαμε μια και καλή ότι κάποια συστήματα είναι εντελώς ουτοπικά. Μόνο ο καπιταλισμός μπορεί να λειτουργήσει σωστά. Μας κατσικώθηκε για τα καλά. Και εξαπλώθηκε σκορπώντας τη φτώχεια και τους πολέμους στις νέες χώρες που εγκαταστάθηκε.
Αφού συνέτριψε τους κομμουνιστές αντιπάλους, πήρε τα πάνω του και επέστρεψε δριμύτερος. Βαφτίστηκε νεοφιλελευθερισμός. Έτσι μπορούσε άνετα να ξεγελάσει τους αδαείς, που δεν είναι και λίγοι. Αγάπη για την ελευθερία έκαναν πως πουλούσαν, καθώς οι υπήκοοι ψωμολυσσούσαν. Ελευθερία, έτσι γενικώς, αφήνουν να εννοηθεί. Δε γίνονται ποτέ συγκεκριμένοι. Αποφεύγουν να διευκρινίσουν πως πρόκειται για την ελευθερία της αγοράς κι ότι σε μια ελεύθερη αγορά επιβιώνει όποιος δεν έχει τσίπα. Όποιος πατάει στα περισσότερα πτώματα, προκειμένου να αναρριχηθεί και να κατακτήσει την ελευθερία του. Τα τσαλαπατημένα πτώματα όμως, πόσο ελεύθερα είναι; Δε θα μας το πει ο φιλελεύθερος. Αλλά εμείς ξέρουμε. Τόσο όσο χρειάζεται για να υπηρετούν αυτόν που τους πάτησε.
Τα αποτελέσματα τα ζούμε σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα, σε σχέση με άλλες χώρες, που δεν κρέμονται από τ’ αρχίδια του ΔΝΤ (αποκαλώ έτσι τα πρόσωπα, καθώς είναι γνωστό πως ένα ταμείο δε διαθέτει όρχεις), τα ζούμε πιο έντονα. Και, μην ακούς τι σου λένε. Φταίει ο καπιταλισμός. Στη νέα του μορφή. Που πάλι χάλασε και βάλθηκαν να τον μαστορέψουν. Τόσες φορές χάλασε και δε λέμε να ζήσουμε μια άλλη ουτοπία. Ανεχόμαστε να μας καταστρέφει. Πεταμένοι στο λάκκο με τα σκατά να προσπαθούμε να βγούμε, να πάρουμε ανάσα, κι αυτός να μας πατάει το κεφάλι να το χώσει κι αυτό μέσα. Μετά τον πνιγμό μας, θα φέρει ανθρωπιστικές οργανώσεις για να μας σώσουν. Έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός. Σκορπάει φτώχεια, πείνα, πόλεμο και αθλιότητα και μετά στέλνει τις οργανώσεις που αυτός δημιούργησε, να σώσουν τους αναξιοπαθούντες. Η κοκακόλα, στη νέα της διαφήμιση, μας μιλάει για την αξία της προσφοράς, για τη ζωή που είναι ωραία όταν φροντίζεις το διπλανό σου. Μας υποδεικνύει τα σωστά πρότυπα. Όπως την αξιότιμη κυρία του καπιταλισμού που, με δάκρυα στα μάτια, πρωτοστατεί στην προσπάθεια συγκέντρωσης της ανθρωπιστικής βοήθειας. Ο καπιταλισμός ξέρει από φιλανθρωπία. Κι αγνοεί την αλληλεγγύη. Μάλλον όχι. Τη φοβάται.
Τρέμουν οι νεοφιλελέδες μην τύχει και αλληλοστηριχτούμε, μη συμβεί το αναπάντεχο και βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον να σταθεί στα πόδια του. Μας θέλουν τσαλαπατημένους, να δεχόμαστε ταπεινωμένοι την ανθρωπιστική βοήθεια που τόσο γενναιόδωρα μας προσφέρει η κυρία του. Την έχουν τη λύση. Τα ιδιωτικοποιούν όλα. Πόσο θα αντέξει ο φτωχός άμα δεν έχει πρόσβαση στην υγεία, επειδή δε θα υπάρχουν δημόσια νοσοκομεία ή επειδή θα τα καταστήσουν επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία; Πώς θα ξεστραβωθούν τα παιδιά του άμα δεν έχουν πρόσβαση στην παιδεία; Η μόρφωση θα γίνει προνόμιο των πλουσίων. Κι έτσι αμόρφωτοι όπως θα βγαίνουν, θα ξεχάσουν τι εστί αλληλεγγύη. Θα γνωρίζουν μόνο το νόμο της ζούγκλας. Θα φαγωθούν μεταξύ τους και θα στηρίζουν τους ευεργέτες τους.
Έχουμε ήδη ξεκινήσει να λειτουργούμε έτσι. Καταφέραμε να ιδιωτεύσουμε πριν καν αρχίσουν οι ιδιωτικοποιήσεις. Δεν ξέρω αν είναι μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα που λειτούργησε ως εκκολαπτήριο τραγίλας και βοϊδίλας. Νομίζω ότι και πάλι έχουμε να κάνουμε με δημιούργημα του καπιταλισμού. Πιστεύω τελικά ότι αυτό το δημιούργημα είναι τα χρυσαύγουλα που ξεφυτρώνουν παντού. Τα ξαμόλησε για να παρασύρουν τους άσχετους. Για να τους κάνουν να πιστέψουν ότι για τη φτώχεια τους, φταίνε οι μετανάστες που τους παίρνουν τις δουλειές. Θεωρώντας τους μάστιγα και πηγή των δεινών μας, ανεχόμαστε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που προβλήθηκαν ως λύση. Ανεχόμαστε αυτά που έκαναν και οι ναζί. Αλλά όχι. Κανείς απ’ αυτούς δε θα παραδεχτεί πως κάνουν κάτι ναζιστικό. Αυτοί είναι φιλελεύθεροι. Αγαπούν την ελευθερία κι ανάβουν ρεσό για χάρη της. Πολιτισμένα πράγματα. Για να πάμε μπροστά. Να, αυτοί με τα μαύρα είναι οι νεοναζί. Αυτοί οι αγράμματοι, απολίτιστοι, ανορθόγραφοι, αγροίκοι. Οι θαυμαστές του Χίτλερ. Αυτοί είναι οι επικίνδυνοι. Δεν αγαπούν την ελευθερία αυτοί. Δεν ανάβουν ρεσό σε χαρούμενες μαζώξεις. Ορμάτε τους.
Από την άλλη, βλέπουμε τους τύπους με τα μαύρα να αντιμετωπίζουν με σεβασμό τα μεγάλα αφεντικά και με χλευασμό τους απολυμένους της ΕΡΤ. Χαριεντίζονται με μεγαλοεργολάβους και νεοφιλελέ κομματάρχισσες. Η σχέση τους με το νεοφιλελευθερισμό είναι τόσο στενή όσο η σχέση του μπράβου με το αφεντικό του. Πληρώνεται για να τον προστατεύει και μόλις τελειώνει η βάρδια του, πάει στους κολλητούς του και τον μπινελικώνει. Αν οι (δηλωμένοι) νεοναζί δεν είναι βαλτοί από το καπιταλιστικό σύστημα, τότε σίγουρα είναι το βούτυρο στο ψωμί του. Ή η σαντιγί στο παντεσπάνι του.
Κατά βάθος, δεν είναι οι τύποι με τα μαύρα ο μεγάλος κίνδυνος. Στην ουσία πρόκειται για ανθρωπάκια που, άμα συνειδητοποιήσουν την κακομοιριά τους, θα αυτοκτονήσουν. Γι’ αυτό έχουν ανάγκη από είδωλα, προερχόμενα από το ένδοξο παρελθόν της πατρίδος. Γι’ αυτό έχουν ανάγκη κάτι να τους κάνει να νιώσουν ανώτεροι. Γι’ αυτό μαζεύτηκαν και αποφάσισαν να πιστέψουν ομαδικώς στο μίσος για όσους δεν τους μοιάζουν. Όμως όσο κι αν θαυμάζουν τα ναζιστικά εγκλήματα, όσο κι αν ονειρεύονται να γίνουν οι συνεχιστές αυτής της πολιτικής, μοιάζουν με χαρούμενες αρσακειάδες που τραγουδούν τη Λιλιπούπολη, μπροστά στους επικίνδυνους για την ανθρωπότητα νεοφιλελέδες, που τρίβουν τα χέρια τους, αφού ο ναζισμός προχωράει, τρομοκρατεί, προκαλεί ανησυχίες κι έτσι κανείς δεν πρόκειται να δει τα δικά τους εγκλήματα.
Τα εγκλήματα του καπιταλισμού είναι καθημερινότητα. Συμβαίνουν τώρα. Δε θα σταματήσουν ποτέ. Και γίνονται με τόσο ύπουλο τρόπο, που οι κύριοι με τις γραβάτες έχουν τα χέρια τους καθαρά. Μόλις τους τα περιποιήθηκε η (κατά πάσα πιθανότητα δηλωμένη νεοναζί) μανικιουρίστα τους. 

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Τζαμπατζιλίκια


Διακοπές; Ποιες διακοπές; Πού; Πώς; Κι από τι; Από ποια δουλειά; Α, για να ξεσκάσω, να αλλάξω παραστάσεις, να βγω από το σπίτι και τέτοια. Όχι, δεν πήγα. Είχα μέρος να πάω και σπίτι για να μείνω, αλλά θα χρειαζόμουν και μια κατοστάρα για το πηγαινέλα. Κι εγώ με 100 ευρώ βγάζω το μήνα μου. Άσε που δεν παίζει να βρεθεί κανείς να με πάρει με το ιδιωτικό του αεροπλάνο, γιατί δε θα έχει κάτι να κερδίσει από μένα.
Εντάξει. Προσπαθώ να ξεγελάσω την κατάσταση. Να με πείσω πως μου αρέσει κι έτσι. Άρχισα να πηγαίνω για κάνα μπάνιο στη θάλασσα. Το δικαιούμαι, δε νομίζεις; Μπαίνω στο τραμ χωρίς εισιτήριο. Δεν έχω για εισιτήριο. Άμα δίνω τρία ευρώ κάθε μέρα για πηγαινέλα, δε θα μείνει μετά ούτε για ψωμί. Ναι, το ξέρω ότι όλο και θα βρεθεί κάποιος να μου πει ότι αυτός πληρώνει για μένα (που ποτέ δε θα καταλάβω πώς γίνεται), ότι ανά πάσα στιγμή κινδυνεύω να βρεθώ αντιμέτωπη με ελεγκτή που θα με προσβάλει -χέστηκα για το πρόστιμο, απλήρωτο θα μείνει όπως και τόσα άλλα που αδυνατώ να πληρώσω-, ότι όλο και κάποια συγγραφέας, που δεν έχει χρειαστεί να μπει σε ΜΜΜ, να βγει με πει τζαμπατζού. Ενώ, για παράδειγμα, ο βουλευτής που μετακινείται δωρεάν, όταν δε χρησιμοποιεί το αυτοκίνητο που του παραχωρήθηκε επίσης δωρεάν, μαζί με όλα τα δωράκια που του κάναμε, είναι κοινωνικός λειτουργός.
Έχω βρει κι άλλους τρόπους ψυχαγωγίας και αποφυγής της τρέλας και της υστερίας που μπορούν να προκαλέσουν οι τέσσερις τοίχοι σε συνδυασμό με την ανέχεια, από αυτούς που κάποιοι θα τους έλεγαν τζαμπατζίδικους. Ψάχνω και βρίσκω πού περνάει η κάρτα ανεργίας για προσφορές, αναζητώ δωρεάν εκδηλώσεις, τρέχω ακόμη και σε πανηγύρια. Καλά να είναι κι η Ακρόπολη, η Πλάκα και τα πέριξ. Πάω και παριστάνω την τουρίστρια. Και αράζω κάπου εκεί γύρω και διαβάζω. Αυτό το διάβασμα είναι ένα θέμα. Τη βολεύω, δεν μπορώ να πω. Και ανταλλαγές βιβλίων κάνουμε και έχουν μείνει αδιάβαστα κάποια βιβλία που πήρα από τα παζάρια. Όμως, καμιά φορά, μπαίνω σε βιβλιοπωλείο να δω και καμιά καινούργια έκδοση και συνειδητοποιώ το πρόβλημα. Έχω διαβάσει βιβλία μέσα στα βιβλιοπωλεία. Εδώ, άμα θες, πες με και τζαμπατζού. Όχι για το βιβλιοπωλείο που δε θα εισπράξει, αφού συνήθως πρόκειται για αυτά τα σουπερμάρκετ που προωθούν ευπώλητες παπάρες και ελάχιστα ενδιαφέρονται για τους αναγνώστες. Αυτά που, εγώ, η φτωχάντζα, που στερούμαι το δικαίωμα στη γνώση, αρνούμαι να τα συντηρήσω. Νιώθω όμως άσχημα γιατί δεν μπορώ να αγοράσω βιβλίο κι έτσι χάνει το μικρό του ποσοστό κάποιος συγγραφέας ή μεταφραστής που του βγήκε η πίστη να το γράψει. Γιατί διαβάζω άλλα. Που δεν είναι ούτε ροζ, ούτε αυτών που έχουν γίνει κατεστημένο. Τα βαριέμαι. Βαριέμαι και τους ανθρώπους του πνεύματος και της διανόησης. Τον ακαδημαϊσμό και τον ελιτισμό τους. Το κενό τους. Αυτό που δεν τους δίνει τη δυνατότητα να ξεχωρίσουν τον τζαμπατζή από τον φτωχό. Τη ρεμούλα από την ανέχεια.
Δεν ξέρω ποιους εννοούσες όταν ρωτούσες πού είναι οι άνθρωποι του πνεύματος και της διανόησης. Έπρεπε να πάρουν θέση, λες και θα τους έβλεπε η ανάλγητη εξουσία και, υποκλινόμενη στο μεγαλείο του πνεύματος, αν όχι χεσμένη πάνω της απ’ το δέος, θα έβγαζε λιγότερη βαρβαρότητα πάνω μας. Τελικά η διανόηση καλύτερα να παρέμενε μουγκή, αραγμένη στον ελιτίστικο κόσμο της. Να άλλαζε κάθε μισή ώρα στάτους για να αναφερθεί στον καιρό, στις καλοκαιρινές διακοπές και σε άλλες ομορφιές, χάρες και χαρές της ζωής. Κι ας ζούμε σε εποχές που λίγοι χαίρονται τη ζωή τους. Όποιος θυμάται τους ανθρώπους του πνεύματος να στηρίζουν στα δύσκολα τους άλλους, τους μη προικισμένους με πνεύμα, είναι νοσταλγός μια γελοίας ρομαντικής εποχής, γελοίος κι ο ίδιος. Οι άνθρωποι του πνεύματος έχουν μεταλλαχτεί. Έχουν γίνει ένα με το τέρας. Από συγγραφείς που είναι έτοιμοι να σε στείλουν στο διάολο αν δεν τηρείς το βάρβαρο νόμο, μέχρι σκηνοθέτες που σκαρώνουν γλοιώδη στιχάκια για τον πρωθυπουργό, διασφαλίζοντας ίσως έτσι το χαβιάρι τους, οι άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων έχουν πάρει το δρόμο τους. Ένα δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα, τη στιγμή που οι υπόλοιποι κάνουμε ελιγμούς για να αποφύγουμε τα σκατά που μας έχουν πνίξει. Όπως βολεύεται ο καθένας.
Η διανόηση είναι μπερδεμένη. Στηλιτεύει την παρανομία, ακόμη κι αν οι νόμοι είναι εγκληματικοί. Σε αποκαλεί τζαμπατζή αν δεν έχεις να πληρώσεις εισιτήριο και δεν παίρνει πίσω τη λέξη της. Μόνο έρχονται άλλα μέλη αυτής της ελίτ για να μιλήσουν για λάθος λέξη. Δηλαδή λογοτέχνης χρησιμοποιεί λάθος λέξεις. Και τον διαβάζουμε. Αν είναι έτσι, όλο το λάθος είναι δικό μας. Αλλά δε βαριέσαι κυραλένα μου; Ένα παιδί χωρίς μέλλον ήταν, όπως τόσα και τόσα σ’ αυτή τη χώρα, που παρανομούν κάθε φορά δε χρησιμοποιούν εισιτήριο, άθλια κλεφτρόνια, μιάσματα της κοινωνίας. Άσε που δεν υπάρχει περίπτωση να διαβάσουν τα υψηλής διανόησης έργα σου (που αν έχουν κι αυτά λάθος λέξεις, να το κοιτάξεις). Δεν τα χρειαζόμαστε αυτά τα παιδιά. Ούτε τους γονείς που ανέθρεψαν αυτούς τους μικρούς λωποδύτες. Στο διάολο οι φτωχοί κι η μιζέρια τους. Χαλάνε την τάξη, την ευπρέπεια, την ελιτίστικη αισθητική μας. Να καθαρίσει ο τόπος, να μείνουν οι ευγενείς, οι νομοταγείς και οι φραγκάτοι που θα πουλάνε πνεύμα και διανόηση.
Σύντομα θα πάνε οι φτωχοί από κει που ήρθαν. Ήθελαν να έχουν και σπίτια. Τόλμησαν να γίνουν ιδιοκτήτες. Τελειώνουν αυτά. Σε λίγο θ’ αρχίσουν οι πλειστηριασμοί για να σωθούν οι τράπεζες. Σε λίγο, που θα σου πάρουν το σπίτι, ό,τι σου έχει απομείνει, μην ανησυχείς κι η διανόηση θα είναι εκεί. Για να σου πει πως δεν υπήρχε άλλη λύση, αφού, ως τζαμπατζής, δεν πλήρωνες το δάνειο και πως έτσι ταιριάζει στους τζαμπατζήδες. Θα τα βάλει με τους τζαμπατζήδες, αφήνοντας τους νταβατζήδες να αλωνίζουν. Ίσως βέβαια, να μην ακούσεις τις επιπλήξεις της για το σφάλμα σου. Ίσως να μη δεις το δάχτυλο που θα σου κουνάει για το παράπτωμά σου. Ίσως τότε να σκέφτεσαι ότι γλίτωσες. Ότι τώρα η τράπεζα θα πληρώνει φόρο ακίνητης περιουσίας, χαράτσια και άλλα νταβατζιλίκια που δεν μπορούσε να αντέξει η τσέπη σου. Ότι ίσως να μη σου ζητήσουν ποτέ να πληρώσεις χαράτσι για την παράγκα που θα στήσεις για να στεγαστείς.
Ίσως να σταματήσεις να κοιτάς τη ζωή σου από απόσταση και να περιμένεις να σε στηρίξουν άλλοι. Ίσως να πάρεις αποφάσεις. Να πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου. Να ενώσεις τις δυνάμεις σου –όσες σου έχουν απομείνει- με άλλους σαν εσένα. Να ορίσετε τη μοίρα σας, να στήσετε μια κοινωνία που θα αγνοεί τους βάρβαρους νόμους. Που θα αγνοεί τους βάρβαρους ανθρώπους του πνεύματος.