Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Άνθρωπος αγράμματος... υπερέχει αλλού

Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στην πλατεία της Καισαριανής όπου γινόταν προβολή γνωστής αντινεοναζιστικής ταινίας. Σκέφτηκα ότι ανάλογες εκδηλώσεις πρέπει να γίνονται σε κάθε πλατεία, σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό, κάθε μέρα, κάθε ώρα και οι πολίτες να είναι υποχρεωμένοι να ξεστραβωθούν, βλέποντάς την, αφού δεν κατάφεραν να ξεστραβωθούν μέσω της παιδείας ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου μόρφωσης που, όπως είναι γνωστό, στη χώρα μας, άμα δεν το κυνηγήσεις μόνος σου, δε θα σε βοηθήσει η πολιτεία.
Καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, και έχοντας μεσολαβήσει διάφορα περιστατικά με πρωταγωνίστρια τη χρυσή αυγή, σκέφτηκα ότι αυτό είναι το πρόβλημα στην Ελλάδα. Η έλλειψη παιδείας. Από εκεί ξεκίνησαν όλα. 
Είδαμε υστερικές Χριστιανοπούλες να χτυπιούνται με λύσσα επειδή θεώρησαν προσβλητικό το ρόλο του Χριστού σε κάποιο έργο. Από δίπλα το κόμμα του Καιάδα που δεν τον έχω και για πολύ Χριστιανό. Τη χριστιανική υστερία, που καμία σχέση δεν έχει με την αγάπη που δίδαξε ο Χριστός, κάποτε τη βλέπαμε ως φαινόμενο γελοίο και γραφικό. Τώρα μετατράπηκε σε άγριο τσαμπουκά.
Στη συνέχεια, Χριστιανός αοιδός που κάθε Πάσχα μας έκανε να ζούμε του Χριστού τα πάθη με τη φωνή του που αντηχούσε παντού, δήλωσε ότι του αρέσουν οι τσαμπουκάδες. Τον είδανε οι θείτσες (γιατί μόνο σε θείτσες αρέσει η φωνή του και το στυλ του) και παθιάστηκαν με τα γούστα του. Τώρα γουστάρουν κι αυτές τσαμπουκά.
Στα καπάκια βγαίνει και στηρίζει τη χρυσή αυγή και άλλος αηδής αοιδός, αυτός που ήρθε πριν από κάτι χρόνια να αποτελειώσει τη λειψή παιδεία μας. Αυτός διαμόρφωσε την αισθητική του μέσου χλαπάτσα μικροαστού νεοελληναρά, με σκυλάδικο, ξεκωλοτσιφτετάλια και αρκουδοζεϊμπέκικα, ντύσιμο αστραφτερό, φαβορίτα στιλέτο, επίδειξη με χρήμα που δε μας ανήκει και όλα όσα χρειάζονται για να μετατραπεί το κενό σε σπουδαίο, μίλησε για μετανάστες που του χαλούν την αισθητική. Αυτή η αισθητική που τόση αναγούλα μας προκάλεσε, αυτή η αισθητική που τόση ασχήμια προκάλεσε, αυτή η αισθητική που τόσα δάνεια πήραν κάποιοι για να την αντιγράψουν, βρέθηκε τρόπος να χαλάσει.
Αυτή είναι η αισθητική μας. Ανάλογη είναι και η ηθική μας. Χριστιανική, όπως μας τη δίδαξαν μέσα από κηρύγματα. Καμία σχέση με σεβασμό προς τον άλλον. Ο άλλος έπρεπε να μας σέβεται γιατί είμαστε καλύτεροι.
Τόσα χρόνια μας τραβούσε το φανταχτερό κι ας ξέραμε πως είναι κούφιο. Ζούσαμε σε ψεύτικο κόσμο και δε μας ένοιαζε γιατί είχαμε τυφλωθεί από τη λάμψη του. Πήγαμε στα πανεπιστήμια για να κάνουμε καριέρα και να ανέβει ο μισθός μας και χεστήκαμε για τη μόρφωσή μας. Απαίδευτοι και κενοί, βρεθήκαμε στο κενό και δεν είχαμε τη γνώση να το αντιμετωπίσουμε. Χάσαμε καριέρα και μισθό και τώρα μας φταίνε οι άλλοι κι όχι εμείς που με την ψήφο μας στηρίζαμε ένα σύστημα που τάιζε τους δικούς του, ελπίζοντας να γλείψουμε κάνα κόκαλο. 
Τα γεγονότα δε σταμάτησαν. Θαυμάσαμε τον αρχηγό των νεοναζί στην τηλεόραση. Του πήρε τον αέρα του δημοσιογράφου που τα παίρνει από το κανάλι που τα παίρνει από το λαό. Καμαρώσαμε τη γενναιότητά του, καθώς ξεμπρόστιαζε το βρώμικο σύστημα των ΜΜΕ. Ναι, φταίνε τα ΜΜΕ που υπάρχουν κι όχι δεν είμαστε εμείς που τα στηρίζουμε. Εμείς την ουρά μας τη βγάζουμε απ' έξω.
Κι επειδή η ηλιθιότητα δεν έχει τέλος, ήρθαν οι απαίδευτοι υπεύθυνοι εκπομπής να κάνουν άθλια φάρσα στην Κανέλλη, περιμένοντας να γελάσουμε, θεωρώντας σάτιρα τη βία. Και, ναι. Πολλοί από εμάς, το ευχαριστηθήκαμε και τη χλευάσαμε. Αντί να πάμε να χτυπήσουμε το κεφάλι μας μέχρι να καταλάβουμε ότι τη βία, το φασισμό, τη γελοιότητα, την αμορφωσιά, τη χοντροκοπιά, όλα τα σκατά στα οποία έχουμε βουλιάξει, εμείς τα δημιουργήσαμε. 
Τα πράγματα είναι πραγματικά επικίνδυνα, γιατί άμα ξεσηκωθούν οι απαίδευτοι μικροαστοί, τα αποτελέσματα θα είναι τραγικά. Αν σκεφτούμε πώς απέκτησε εξουσία ο Χίτλερ, θα καταλάβουμε ότι είμαστε στον ίδιο δρόμο. Ήταν καλός ο Χίτλερ. Αντίστοιχα κι ο Μουσολίνι στην Ιταλία κι ο Φράνκο στην Ισπανία. Δεν ήξεραν τότε. Και, τόσο μυαλό είχαν, που δεν μπορούσαν να φανταστούν. Οι μικροαστοί της Γερμανίας, αυτοί που δεν είχαν ιδέα από πολιτική, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν το οικονομικό τους πρόβλημα (το ηθικό δεν το έβλεπαν, όπως κι εμείς τώρα) έχασαν την ταξική τους συνείδηση και ένιωσαν την ανάγκη να νιώσουν εθνική υπερηφάνεια. Αυτό πάθαμε κι εμείς. Που η ταξική μας συνείδηση είναι χαμένη από τότε που παριστάναμε τους πλούσιους, ξοδεύοντας δάνεια και επιδοτήσεις σε τραγουδισταράδες όπως ο Notis. Είμαστε έτοιμοι να αγαπήσουμε το φασισμό κι ας ξέρουμε τι σημαίνει αυτό.
Θέλουμε δουλειά για να αλλάξουμε γιατί έχουμε ήδη διαμορφώσει χαρακτήρα με ροπή στο φασισμό.  Ωστόσο μπορούμε να κάνουμε κάποιες προσπάθειες. Να κλείσουμε τις τηλεοράσεις, όχι επειδή δε γουστάρει τα κανάλια ο Μιχαλολιάκος, αλλά επειδή μας έχουν κάνει ζημιά. Να ανοίξουμε κάνα βιβλίο. Δανεικό, αν τα φάγαμε όλα τα λεφτά μας, κι ας μην εγκρίνει το δανεισμό η Δημουλίδου, της οποίας τα βιβλία είναι τα πρώτα που οφείλουμε να αποφύγουμε. Να δούμε καλό θέατρο, καλό κινηματογράφο, ν' ακούσουμε καλή μουσική. Να μην ξαναπατήσουμε στον Notis. 
Να απαιτήσουμε από το δήμο μας να προβάλλει κάθε βράδυ αντινεοναζιστικές ταινίες στις πλατείες, όπως αυτή που πέτυχα να προβάλλεται ένα βράδυ στην πλατεία της Καισαριανής.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Γίνε το σωστό λιπαντικό, γιατί στεγνώσαμε και δε λέει να βρέξει



Το έχω ξαναπεί και επιμένω. Για εμάς τα κορίτσια, η καλύτερη παρέα στα ψώνια είναι ο γκέι φίλος μας. Ξέρει από μόδα, έχει στυλ και γούστο, μας φροντίζει (ειδικά άμα είμαστε «Θεές») και, στην τελική, είναι η αντρική ματιά που χρειαζόμαστε και δε θα την έχουμε ποτέ από άλλο άντρα, γιατί οι στρέιτ σιχαίνονται τα ψώνια, τις πρόβες και την αναποφασιστικότητά μας μπροστά στο υποψήφιο απόκτημα.
Τώρα βέβαια, θα μου πεις, ποια ψώνια, μαρή ψωνισμένη, που δεν έχουμε μήτε για να φάμε. Δίκιο θα ‘χεις. Εννοείται πως δεν ψωνίζουμε. Απλώς βγαίνουμε βόλτα στα μαγαζιά, όπως παλιά, κοιτάμε τα ρούχα, τα δοκιμάζουμε και τα αφήνουμε πίσω, καθώς κάνουμε σχέδια για το μέλλον, τύπου «εγώ αυτό μια μέρα θα βρω τα δέκα ευρώ και θα το αποκτήσω». Διότι κρατάμε την υπόσχεση που δώσαμε στον εαυτό μας, ότι δε θα αγοράσουμε ρούχο που κοστίζει πάνω από τρία ευρώ. Γι’ αυτό καταλήγουμε σε στοκατζίδικα και άλλα φτηνομάγαζα, επιδιώκοντας το πετυχημένο ντιλ, την ευκαιρία «δεν-πουλάμε-χαρίζουμε» που δεν πρέπει να χάσουμε.
Διαπιστώνω πως έχω ξεφύγει από το θέμα μου, στο μεταξύ. Άλλο ξεκίνησα να λέω και –όπως πάντα- αλλού ήθελα να καταλήξω. Αλλά αυτά παθαίνει κανείς όταν δεν μπορεί να ξεφύγει ψωνίζοντας. Ξεφεύγει γράφοντας. Ας επανέλθω.
Σε ένα τέτοιο στοκατζίδικο-πολυμάγαζο ήμουν με τον γκέι φίλο μου και ψάχναμε τη γαμάτη ευκαιρία. Σε κάποια φάση χωριστήκαμε. Αυτός ήταν στα αντρικά και ενθουσιαζόταν με ένα παντελόνι των πέντε ευρώ κι εγώ στα γυναικεία και απελπιζόμουν γιατί δεν έβρισκα κάτι κάτω από πέντε ευρώ, άσε που όλα είχαν τα χάλια τους και δεν έκαναν ούτε για μεταποίηση. Του τηλεφώνησα και του είπα ότι δεν έχω λόγο να μένω εκεί μέσα και θα τον περιμένω στην έξοδο. Μου είπε ότι θα δοκιμάσει το γαμάτο παντελόνι και θα έρθει να με βρει. Σκέφτηκα ότι έχω χρόνο κι είπα να χαζέψω κάτι κοσμήματα κι ας ήταν πανάκριβα και πανάθλια. Κάποια στιγμή, ένιωσα πίσω μου έναν ψηλό άντρα με την αύρα του φίλου μου. Περίμενα να απομακρυνθεί για να γυρίσω να κοιτάξω, μην είναι κάνας άλλος και διανοηθεί να πιστέψει ότι έριξα το βλέμμα μου πάνω του και πάρει θάρρος κι έχουμε άλλα. Ήταν ο φίλος μου που τελικά τσιγκουνεύτηκε το τάλιρο και δεν πήρε το παντελόνι κι έβγαινε έξω. Βγήκα κι εγώ.
«Καλά, περνάς από δίπλα μου, σχεδόν με ακουμπάς και δε με βλέπεις; Και να πω ότι δε φαίνομαι, δυο μέτρα γυναίκα» του είπα.
«Ε, ξέρεις τώρα, άμα μυριστώ μουνί, γυρνάω απ’ την άλλη» μου απάντησε. Παρά το ότι το μάτι του γκέι λειτουργεί σαν σκάνερ προηγμένης τεχνολογίας σε ένα χώρο, αυτό είναι φυσικό, όταν βλέπει γυναίκα. Διότι, από τη μια, πρόκειται για κάτι που δεν τον αφορά, κι από την άλλη, υπάρχει φόβος να πάρει θάρρος η γκόμενα και να νομίζει ότι τη γουστάρει και να έχει τρεχάματα. Κάτι σαν αυτό που έκανα εγώ και δε γύρισα να κοιτάξω ποιος πέρασε από πίσω μου.
Με αφορμή αυτό το γεγονός, και παρά το ότι κατά βάθος γνώριζα την απάντηση, βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω κάτι που τόσα χρόνια κολλητηλικίου, δεν το είχα ρωτήσει. Πήγε ποτέ με γυναίκα;
«Δεν είμαι λεσβία, κούκλα μου» μου απάντησε προσβεβλημένος. Όχι πως έχει πρόβλημα με τις λεσβίες, αλλά γλείφουν τα απαυτά τους. Και τα απαυτά τα γυναικεία τα βλέπουν οι γκέι και κάνει μήνες να τους ξανακάνει κούκου. Δεν είναι τυχαίο το ότι στα καλιαρντά το μουνί το λένε μουτζό (δηλαδή καμία σχέση με κάτι σκωπτικά τραγούδια όπου το λένε Γιώτα. Όσο για τον πούτσο που τον λένε Παναγιώτα στα τραγούδια, στα καλιαρντά έχει πολλές ονομασίες, ανάλογα με το μέγεθος). Κάτι τέτοια ονόματα, αποδεικνύουν πόση εκτίμηση έχουν οι γκέι στο γυναικείο όργανο. Το ότι το γυναικείο στήθος είναι μουτζαντίβαρο ή κατσικανό ή γαλοφουσκού, δείχνει επίσης ότι δε θα ήθελαν ποτέ και με κανέναν τρόπο να του ορμήξουν με πάθος και να εκδηλώσουν με διάφορους τρόπους το θαυμασμό τους και την καύλα τους γι’ αυτό. Δηλαδή, έχουμε κοινά γούστα. Κι εμείς τα κοριτσάκια, όχι πως δεν εκτιμούμε αυτό που κουβαλάμε, αλλά συνήθως θέλουμε από το άλλο, αυτό που δεν έχουμε.
«Και πώς γλίτωσες από όλες αυτές τις θαυμάστριες που εμφανίζονται κατά καιρούς;» τον ξαναρώτησα. Εκεί μου είπε τον πόνο του. Δεν παλεύονται οι γυναίκες που θέλουν να τον κάνουν άντρα, να τον βάλουν στο σωστό δρόμο, να τον βοηθήσουν ώστε να πάψει πια να χαραμίζεται, διότι τέτοιο ωραίο παιδί, κρίμα είναι. Δε λένε να καταλάβουν ότι του αρέσουν οι άντρες. Ότι δεν του κάνει κούκου ούτε με τα κάλλη τους ούτε με τα κόλπα τους. Και τον φέρνουν σε δύσκολη θέση. Κι άμα, λέμε άμα, διότι συμβαίνουν κι αυτά, άμα κάποιος γκέι κάτσει σε γυναίκα, δε θα είναι επειδή τον θάμπωσε η ομορφάδα της, το στυλ της και η θηλυκότητά της. Το πιο πιθανό είναι να το θύμισε τον Μπάμπη, που δεν του κάθισε επειδή επιμένει να είναι στρέιτ και αδίκως παρασύρθηκε από την εμφάνισή του και το μουστάκι του και τον πέρασε για γκέι. Είναι καραστρέιτ και είναι χίπστερ. Γι’ αυτό έχει τέτοια εμφάνιση. Σ’ αρέσει εσένα, κούκλα μου, να του κάνει του γκέι κούκου μαζί σου επειδή του θύμισες τον Μπάμπη;
Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει σε πολλές γυναίκες είναι πάθηση, την οποία θα ονομάσουμε λουγκρολαγνεία και θα πούμε με σιγουριά ότι φταίνε οι άντρες. Οι στρέιτ. Το κατάλαβα από την πρώτη φορά που μπήκα σε γκεόμπαρο και κατάλαβα γιατί δε γυρνούσαν να με κοιτάξουν οι ωραίοι άντρες που συναντούσα στο δρόμο. Και εδώ είναι που μπαίνω για τα καλά στο θέμα μου. Γιατί είμαι καλός άνθρωπος και θέλω να βοηθήσω τους άντρες (τους στρέιτ ντε) να βρούνε το δρόμο τους, ώστε να τους κάτσει καμιά γκόμενα, που όλες τρέχουν πίσω από τις αδερφές και δεν εκτιμούν τη βαρβατίλα.
Όχι, αγόρια μου. Δεν εκτιμούμε τη βαρβατίλα. Δε γουστάρουμε σαν άντρα το χοντροκομμένο αρτάγκουλα, που ξύνει τ’ αρχίδια του καθώς πίνει την μπίρα του και ρεύεται με κρότο, ενώ την ίδια στιγμή, στάζουν ζουμιά από το γύρο με τζατζίκι. Δε γουστάρουμε αυτόν που ο ιδρώτας του, επειδή έχει να πλυθεί απ’ το Σάββατο, βρωμάει ξινίλα, καθώς στάζει στο λευκό σλιπάκι το Μινέρβα με ρεβέρ, φορεμένο κι αυτό από το Σάββατο κι είναι Πέμπτη. Δε μας αρέσει αυτός που μετράει τα ατσαλένια μπράτσα του και παθαίνει υστερία άμα χάσουν κάνα πόντο και δείχνει λιγότερο άντρακλας. Δε γουστάρουμε έναν άντρα ντυμένο σαν τον Μπάμπη το Σουγιά, ούτε μας κάνει κούκου με αυτό το χαρακτήρα που φωνάζει και ξεδίνει στα γήπεδα. Δε γουστάρουμε τον άντρα – τσαμπουκά, ούτε τον άντρα – τραμπούκο. Δε μας καυλώνει ο άντρας – άρχοντας με τα απλωμένα πόδια στο τραπέζι και την εφημερίδα που περιμένει τον καφέ στα πόδια και το μουνί στο πιάτο. Αυτός που το μουνί το παίρνει, κάνοντας επίδειξη το ζοριλίκι του και τη βαρβατίλα του (συνήθως και τα λεφτά του), που αγκομαχώντας στο κρεβάτι (ή όπου αλλού) και προσπαθώντας να φανεί άντρας βαρύς κι ασήκωτος, καταλήγει να ικανοποιεί τον εαυτό του και μόνο. Αυτοί οι άντρες που θέλουν να φαίνονται πολύ άντρες, το πολύ πολύ να αρέσουν σε άλλους άντρες, που θέλουν επίσης να είναι έτσι.
Λοιπόν, αγόρια μου. Δε μας αρέσει αυτός ο τύπος του άντρα. Μας αρέσει ο άντρας ο σωστός, ο ευαίσθητος, αυτός που θα μας καταλάβει, γιατί δε θα φοβάται να αποδεχτεί τη θηλυκή πλευρά του (που όλοι οι άντρες έχουν και όλες οι γυναίκες έχουμε λίγο από αρσενικό στη φύση μας κι άμα δεν το αποδεχτούμε, το αρσενικό που βρίσκεται δίπλα μας, τη γάμησε). Μας αρέσει αυτός που σέβεται τη φύση μας, που είναι σε θέση να καταλάβει τι θέλουμε και γιατί είμαστε έτσι. Μας καυλώνει ο άντρας που μπαίνει στην κουζίνα, που πιάνει τη σκούπα, που απλώνει τα ρούχα. Που ξέρει από πού να μας πιάσει και τι να κάνει για να μας απογειώσει και θέλει να νιώσει αυτή την απογείωση.
Είστε έτσι εσείς αγόρια; Όχι. Γι’ αυτό στέλνετε τις γυναίκες στους γκέι και μένετε με το πουλί στο χέρι. Το θέμα είναι ότι κι αυτές αδίκως ξεροσταλιάζουν, ελπίζοντας να κάνουν τον (γκέι) άντρα των ονείρων τους ν’ αλλάξει γούστα. Δε αλλάζουν τα γούστα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους γκέι που πιστεύουν ότι όλοι οι άντρες μπορούν να γίνουν γκέι, αρκεί να δοκιμάσουν και να καταλάβουν τι χάνουν. Αυτοί χάνουν αλλού, γιατί το θέμα είναι εγκεφαλικό. Άμα το καράβι τους το σέρνει μουνί, δε θα το σύρει τίποτα άλλο και καλά θα κάνει.
Εδώ ήθελα να καταλήξω (και επιτέλους τα κατάφερα). Πρέπει να δεχτούμε τη φύση μας, αυτό που κουβαλάμε κι αυτό που θέλουμε και να σεβαστούμε και τη φύση του άλλου. Διαφορετικά, δε θα ξέρουμε τι θέλουμε. Και θα έχουμε προβληματικές σχέσεις, ανοργασμικές επαφές, καθόλου επαφές (αφού θα είναι περιττές), μίσος για το άλλο φύλο, εχθρότητα για το διαφορετικό, κόμπλεξ, και στο τέλος θα μείνουμε στεγνοί, στυγνοί κι ανέραστοι. Δηλαδή περιφερόμενα προβλήματα.
Τέλος, επειδή είμαι καλός άνθρωπος και δε θέλω να ρίχνω κανέναν, να δώσω τη συμβουλή μου και στα κορίτσια για πετυχημένες σχέσεις. Οι άντρες δεν αντέχουν τις γυναίκες που μοιάζουν με σκύλες και στο βάθος είναι γατούλες. Θέλουν τη σκύλα που μοιάζει με απροστάτευτη γατούλα. Γι’ αυτό προσοχή στη συμπεριφορά μας. Αν κάνουν αυτοί προσπάθεια να αλλάξουν για να μας αρέσουν, οφείλουμε να κάνουμε το ίδιο.
Και να κλείσω, αφού ευχηθώ καλή επιτυχία στην όποια προσπάθεια κι αν κάνετε για να έρθετε πιο κοντά στον άλλον. Ακόμη και στην προσπάθεια κάποιου χωρίς χιούμορ να έρθει κοντά στη σκέψη μου χωρίς να πάρει στα σοβαρά την κάθε μου λέξη.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Το ψωμί της ξενιτιάς είναι μπριός, αλλά θα πάρω ξεροκόμματο

Αυτές τις μέρες, πολύ δικό μου πρόσωπο ετοιμάζει τα μπαγκάζια του για τα ξένα. Ποια ξένα, θα μου πεις; Στη Γερμανία θα πάει. Ευρώπη. Ίδιο νόμισμα. Και με τόσο στενές επαφές που έχουμε τον τελευταίο καιρό (ας παίζει και η βιαιοτητα και ο σοδομισμός) θα έπρεπε να τη νιώθουμε σαν σπίτι μας αυτή τη χώρα. Μου πρότειναν να πάω κι εγώ. Αν και εκτιμώ πως θα είναι η καλύτερη λύση για την κατάστασή μου (άνεργη από καιρό και χωρίς εισοδήματα), λέω να το παλέψω κι άλλο. Όχι μόνο επειδή ξέρω ότι ακόμα και οι Έλληνες που ζούνε εδώ και χρόνια στη Γερμανία, είναι επιφυλακτικοί, αν όχι εχθρικοί σε όσους μεταναστεύουν λόγω της κρίσης. Όχι μόνο επειδή δεν έχω πλέον τα κουράγια να μαθαίνω μια ξένη γλώσσα για την οποία ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα. Είναι κι άλλοι λόγοι, τους οποίους θα αναφέρω στη συνέχεια.
Πρώτα θα κάνω μια μικρή αναφορά στα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα που είχε αυτή η χώρα. Το πρώτο ήταν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Κυνηγημένοι και κατατρεγμένοι Έλληνες, σε ζόρικες εποχές, με πολέμους και διωγμούς, αναζητούσαν καλύτερη τύχη στο Αμέρικα. Περισσότερα στη σχετική ταινία του Καζάν.

Πολλοί Έλληνες παστώθηκαν σαν σαρδέλες στα υπερωκεάνια και διέσχιζαν τον Ατλαντικό (όπως αυτό που δείχνει η παραπάνω φωτογραφία, από το Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη), είτε άνθρωποι που αναζητούσαν καλύτερη ζωή, είτε απλοί τυχοδιώκτες, είτε εγκληματίες από τους οποίους απαλλασσόμασταν με τον εκτοπισμό τους σε ξένη χώρα. Γιατί ναι, εκείνο τον καιρό, δε χάσαμε τα καλύτερα παιδιά μας, τους πιο δημιουργικούς μας νέους, τα καμάρια της πατρίδος. Είναι γνωστό ότι οι Έλληνες είχαν ανεβάσει στα ύψη την εγκληματικότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Άσε που σε πολλά τραγουδάκια του μεσοπολέμου, διαπιστώνουμε ότι μία ποινή για τους εγκληματίες ήταν να τους ξαποστέλνουν. Διάλεξα ένα νταλγκαδιάρικο του Τούντα με τη Θεά Ρίτα Αμπατζή, η οποία τραγουδάει ως άντρας που έγινε εγκληματίας για να αρέσει στην γκόμενα και κατέληξε τιμωρημένος να μαραζώνει στα ξένα. (Άτιμαι γεναίκαι).

Στη δεκαετία του '60 η Γερμανία ζητούσε ελληνικά εργατικά χέρια για τα εργοστάσιά της. Καλοδέχτηκαν τους Έλληνες, τους οποίους μεταχειρίζονταν ως τεμάχια και τους στοίβαζαν σε παραπήγματα. Οι κακές γλώσσες μίλησαν για συνθήκες σκλαβοπάζαρου, άλλοι δύσπιστοι που θέλουν να μας πείσουν ότι οι Γερμανοί δε μας αντιμετώπισαν με τρυφερότητα, στοργή και προδέρμ, μπορεί να πούνε ότι η αντιμετώπιση των μεταναστών θύμιζε Νταχάου. Κομπλεξισμοί. Για να μας στρώσουν το έκαναν, επειδή είμαστε κακομαθημένοι.
Ανήκω σ' αυτή τη γενιά που μεγάλωσε με μια θεία στην Αυστραλία που έστελνε δολάρια και δέματα και που στο σχολείο υπήρχαν παιδάκια που ζούσαν με τη γιαγιά γιατί οι γονείς τους βρίσκονταν στη Γερμανία κι όταν έρχονταν τους φέρνανε κάτι καραμέλες αρκουδάκια που εδώ δεν κυκλοφορούσαν και μας δίνανε μόνο μία να δοκιμάσουμε, να δούμε τι χάνουμε που δεν έχουμε κι εμείς γονείς στο εξωτερικό και ακούγοντας στο ραδιόφωνο τον Καζαντζίδη να τραγουδάει "το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό" και άλλα σχετικά σουξέ. Εγώ επειδή ήμουν πάντα λίγο πιο κουλτουριάρα, τρομάρα μου, προτιμούσα τα αντίστοιχα τραγούδια του Μαρκόπουλου.

Μετά ήρθε μια φάση ευημερίας. Δηλαδή έτσι νομίζαμε. Δε γίνεται να έχεις ευημερία όταν δεν παράγεις τίποτα κι όταν το μόνο που πουλάς είναι υπηρεσίες και πάλι το κάνεις λάθος, γιατί για να πουλήσεις υπηρεσία σωστά, θα πρέπει να γίνεις υπηρέτης κι όχι να κάνεις το βαρύ πεπόνι. Αλλά ας μην ξεφύγω από το θέμα. Αυτή η ευημερία μας έκανε πολύ δυσκίνητους και δύσκαμπτους. Χρειαζόμασταν εργατικά χέρια για τις βαριές δουλειές. Εμείς θα μπορούσαμε να αναλάβουμε την επίβλεψη, να γίνουμε βοηθοί του επιβλέποντος, οι γραμματείς του, οι διευθυντάδες του, υπήρχαν τόσα που μπορούσαμε να κάνουμε για να νιώσουμε ανώτεροι από κάτι ανθρωπάκια που μετανάστευαν από τα φτωχά Βαλκάνια (είδες; ο κομμουνισμός φταίει για όλα) κι αργότερα από περιοχές όπου οι μεγάλες δυνάμεις έχουν φυτέψει πολέμους και βιαιότητες και ξεβράζονταν στη χώρα μας στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν και εγκλωβίζονταν σ' αυτήν.
Μαλθακέψαμε. Μάθαμε να πουλάμε το τίποτα και να κερδίζουμε πολλά. Κι όταν η ξεφούσκωσε το αερόστατο που μας είχε σηκώσει, γκρεμοτσακιστήκαμε και μας κακοφάνηκε. Κι έτσι όπως ήμασταν καλοζωισμένοι, δεν ξέραμε και πώς να το αντιμετωπίσουμε. Τι κάνουμε για τα κομμένα πόδια; Ξανακολλάνε τα κομμένα φτερά; Κλένουν οι πληγές; Κι αποφασίσαμε. Μας φταίει η χώρα που εμείς την αγαπάμε κι αυτή μας πρόδοσε. Θα φύγουμε να γλιτώσουμε.
Έφτασε η ώρα για το άλλο μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης. Όπου κι αν βρεθώ, συναντώ κάποιον που σκέφτεται να φύγει. Ή ακούω για μια φίλη, ένα γείτονα, μια ξαδέρφη, έναν παλιό συμμαθητή που έφυγε, εντάξει, δεν είναι και διευθυντής, αλλά παίρνει καλό μισθό, δεν τον γδέρνουν στο σουπερμάρκετ, έχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη επιπέδου και τα παιδιά του θα πάνε σε σχολείο όπου θα μορφωθούν χωρίς να μπει στη μέση η παραπαιδεία. Υπάρχουν τέτοιοι μαγικοί τόποι που σέβονται τους πολίτες τους, οι οποίοι πληρώνουν φόρους που δεν πετιούνται στα σκυλιά. Κι η Ελλάδα δε θα γίνει ποτέ έτσι. Η Ελλάδα δε θα γίνει ποτέ έτσι, γιατί, άμα σηκωθούμε να φύγουμε, θα την αφήσουμε στο έλεος αυτών που δεν έχουν κανένα πρόβλημα, γιατί αυτοί το δημιούργησαν. Η Ελλάδα θα γίνει χειρότερη.
Ας σκεφτούμε ποιοι έφευγαν κάποτε και ποιοι φεύγουν τώρα. Στο πρώτο κύμα έφευγαν κατατρεγμένοι και κακοποιοί. Στο δεύτερο, βιοπαλαιστές και άνθρωποι χωρίς στον ήλιο μοίρα, που το σημαντικότερο προσόν ήταν η καλή υγεία (που την έχασαν στις φάμπρικές) και η καλή σωματική διάπλαση. Τώρα όμως φεύγουν άνθρωποι μορφωμένοι και καλλιεργημένοι. Άνθρωποι που έχουν να δώσουν σ' αυτόν τον τόπο. Όμως και άνθρωποι που δεν έχουν αντοχές. Το ότι δεν ευθύνονται αυτοί για τους πολιτικούς που έχουμε και για την κοινωνία που φτιάξαμε, δε σημαίνει ότι δε θα ευθύνονται και για την εγκατάλειψη της χώρας στο έλεος όσων μας έφτασαν ως εδώ.
Δεν ευθύνομαι για όσα μας έφεραν ως εδώ, αλλά δεν παίρνω κι όρκο. Επέτρεψα να συμβεί αυτό που ζούμε. Όλοι το επιτρέψαμε κι ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας για όσα κάναμε γιατί θα είναι πιο βαριά η ευθύνη για όσα θα συμβούν.
Καταλήγω πως το καλύτερο που έχω να κάνω, είναι να μείνω. Και, πού θα πάει, θα βρω μια δουλειά και θα ζήσω. Και θα παλέψω προσπαθώντας για το καλύτερο. Κι άμα το κάνουμε όλοι, όλο και θα συμβεί.