Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Βασιλιάς, Δικτάτορας, Θεός και Κοσμοκράτορας


Αγαπώ το ρεμπέτικο για πολλούς και διάφορους λόγους, που δε θα κάτσω να αναλύσω τώρα, γιατί δεν είναι αυτό το θέμα μου. Το αγαπώ και το ακούω συχνά. Άκουγα λοιπόν τη Ρόζα να μας λέει πόσο σπουδαίος μπορεί να νιώσει κάποιος, χωρίς να είναι, με τη χρήση της πρέζας, και σκέφτηκα πως σε όλες τις εποχές, υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ουσία που μας ναρκώνει, μας ξεκόβει από την πραγματικότητα, μας ξεκόβει κι από τη ζωή και, συνήθως, μας αποβλακώνει. Άλλοτε ως τάση παγκόσμια, άλλοτε ως τοπικό φαινόμενο, τα ναρκωτικά πάνε κι έρχονται, προσαρμοσμένα στις εποχές και τις συνήθειες. Το συγκεκριμένο άσμα (το οποίο παρεμπιπτόντως έγινε παγκόσμια επιτυχία στις μέρες μας) μιλάει για πρέζα, σε μια εποχή που στη μόδα είναι το χασίς. Βέβαια δεν έχει κανένα σκοπό να παρακινήσει τον κόσμο να το ρίξει στην πρέζα, αφού είναι επιθεωρησιακού ύφους. Το ρίχνω παρακάτω για να το ακούσεις και να το επιβεβαιώσεις με τα ίδια σου τα αφτιά.
Γενικώς, οι ρεμπέτες δεν τα πήγαιναν καλά με την πρέζα. Δεν της είχαν καμία εκτίμηση. Μόνο ένας από αυτούς έκανε χρήση ηρωίνης, ο Ανέστης Δελιάς. Για αυτή του την κατάσταση γυναίκα έφταιγε και το ότι ήταν καλό παιδί, όμως δε θα το αναλύσω αυτό τώρα κι ας έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θα αναφερθώ κατευθείαν στο τραγούδι που έγραψε για το κακό που του προκαλούσε αυτό το ναρκωτικό. Και στο οποίο αναφερόταν και στο θάνατο που θα έβρισκε εξαιτίας του. Και έτσι κι έγινε. Τον βρήκαν νεκρό μέσα σ’ ένα καρότσι αγκαλιά με το μπουζούκι του. Γνωρίζοντας λοιπόν την ιστορία του, μπορούμε να συγκλονιστούμε με το τραγούδι του. Ομοίως συγκλονιστικό είναι και το παρεμφερές άσμα του Γιοβάν Τσαούς. Τα ρίχνω και τα δύο για να δώσω λίγο πόνο και σπαραγμό.



Οι ρεμπέτες ήξεραν τι έπιναν και γιατί. Η χρήση ινδικής καννάβεως γινόταν για λόγους συγκεκριμένους. Ο Μάρκος Βαμβακάρης στον «χαρμάνη» εξηγεί: «να φύγει η κάψα απ' την καρδιά
κι όλο μου το φαρμάκι». Άμα έχεις τέτοιο βάρος στην καρδιά, το χρειάζεσαι. Κι ο τεράστιος Μάρκος είναι επιβεβαιωμένο ότι το είχε, γιατί άμα δεν το είχε, δε θα μας είχε κάνει τη χάρη να μας αφήσει τα αριστουργήματά του. Στο «καραντουζένι» η κατάσταση γίνεται πιο μερακλίδικη. Δηλαδή ο μάγκας θα πάει στον τεκέ για όλη τη φάση που παίζει εκεί μέσα. Αλλά και πάλι αναφέρει: «να σου φύγουν οι καημοί» πράγμα που τελικά είναι το ζητούμενο για το Μάρκο. Πάρε και τα δύο τραγούδια και άκουσέ τα σε στάση προσοχής.


Παρεμπιπτόντως, σε στάση προσοχής (έτσι όπως στέκονται προσοχή οι ρεμπέτες, πράγμα που επίσης δε θα αναλύσω τώρα) άκουγε ο Μάρκος τον Γιοβάν Τσαούς. Ο οποίος στους «πέντε μάγκες στον Περαία» τους παρουσιάζει μερακλήδες, που ξέρουν τι κάνουν. Ο τεκετζής όμως δεν ξέρει να φέρεται γιατί δεν τους δίνει καλό πράμα. Γι’ αυτό και του δηλώνουν: «ούτε πιτσιρίκια έχεις, μήτε και πρεζάκηδες» δηλώνοντας πως δεν έχει και μεγάλη εκτίμηση στους πρεζάκηδες και ξεκαθαρίζοντας πως ο συνειδητοποιημένος χασισοπότης έχει συγκεκριμένο σκοπό. Τον ίδιο σκοπό έχουν και οι τέσσερις (επίσης από τον Περαία) κι ένας ο Μπάτης, πέντε. Πάνε να φουμάρουν, να ακούσουν και μπουζούκι, να παίξει κι αυτός τον μπαγλαμά του και να περάσουν καλά. Κάπου μέσα στο τραγούδι, ακούγεται κι ένα «μπράβο Μπάτη» αφού δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό στην ιστορία, αλλά και τίποτα άσχημο, πέρα από την κρίση. Πάρε άσματα μερακλίδικα, για να μπεις στο πνεύμα.

Υπήρχε μια εποχή που η χρήση της ινδικής κάνναβης δεν ήταν απαγορευμένη. Την καλλιεργούσαν κιόλας και την εμπορεύονταν νόμιμα. Ακόμη και το όπιο κυκλοφορούσε ελεύθερα στην πιάτσα. Μετά ήρθαν οι απαγορεύσεις, οι δικτατορίες και τα ζόρια. Ο πόλεμος, η κατοχή, η πείνα. Η αντίσταση που άλλαξε τις συνήθειες. Και οι ρεμπέτες τελείωσαν. Μόνο κάποιοι σκόρπιοι επέμεναν να κάνουν τη ζωή τους χωρίς κανόνες που άλλοι επέβαλλαν. Το ρεμπέτικο μένει μόνο ως στάση ζωής, η μουσική των ρεμπετών γίνεται λαϊκή και το πρότυπο πλέον είναι το καλό και εργατικό παιδί. Ο Νίκος Ξανθόπουλος δίνει πόνο σε κάθε ελληνική οικογένεια Ο πόνος είναι το ναρκωτικό της εποχής. Πόνος για τον πόνο του άλλου. Πόνο αβάσταχτο δίνει κι ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ειδικά όταν μιλάει για ξενιτιά. Α, ναι. Έχουν περάσει τα χρόνια, έχει έρθει στο μεταξύ και η δικτατορία των συνταγματαρχών, ο κόσμος εγκαταλείπει την Ελλάδα, για την ακρίβεια, οι φραγκάτοι αυτοεξορίζονται και κάνουν αντιδικτατορικό αγώνα και οι άφραγκοι ξενιτεύονται και κάνουν αγώνα επιβίωσης στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές. Πάρε πόνο, πίκρα και καημό.

Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο τάσεις: Πόνος και μίρλα για την πλέμπα και ενίοτε μια τάση πανηγυρτζίδικη, έξω ντέρτια και καημοί. Μην αφήσουμε όμως απ' έξω και την απαίδευτη πλην φραγκάτη ελίτ, που δημιουργήθηκε από τις πολιτικές καταστάσεις τις εποχής. Αυτή η ελίτ λοιπόν, ανακαλύπτει έναν άλλο κόσμο που την κάνει να νιώθει ακόμη πιο ανώτερη. Αυτόν της υψηλής και άπιαστης στα νοήματά της διανόησης. Η Ελλάδα ζει μεγάλες στιγμές που θα καθορίσουν το μέλλον της.
Η Ελλάδα δεν ακολουθεί πιστά την τάση που επικρατεί παγκοσμίως και ξεκίνησε από την Αμερική, με τη χρήση της μαριχουάνας. Οι Έλληνες έχουν ακόμη ενοχές κι οι νέοι δε δέχονται εύκολα τη ρετσινιά του γιεγιέ. Στο εξωτερικό, οι ροκ σταρ πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον από πρέζα. Απίστευτο, ανώμαλο κι αρρωστημένο, αλλά αυτό το ναρκωτικό γίνεται μόδα. Αργεί, αλλά φτάνει και στον τόπο μας. Και βρίσκει τον εγχώριο ροκ σταρ να τον αποτελειώσει. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, εκτός του ότι δηλώνει πως η ηρωίνη σκοτώνει, σα να το ‘ξερε ότι απ’ αυτό θα πάει κι αυτός, της γράφει τραγουδάκια. Πάρε, να μη λες ότι σε άφησα χωρίς μουσικό διάλειμμα.
Τη δεκαετία του ’80 οι νέοι είναι ανήσυχοι. Έχουν πέσει σε δύσκολες καταστάσεις. Έχουν ζήσει όλη τη σκατίλα της μεταπολίτευσης. Έχουν φάει στη μάπα από τη μια το μικροαστισμό κι από την άλλη τον ελιτισμό. Στα καπάκια έρχεται και ο πασοκισμός, το σκυλάδικο, το γλεντοκόπι, το λαμέ, το ψεύτικο, το άσκοπο, επιδεικτικό ξόδεμα. Πόσα πρέπει να αντέξει κανείς χωρίς να πέσει στα ναρκωτικά; Τα σκληρά κιόλας. Γενικώς, οι νέοι τότε δε λογάριαζαν και πολύ τη ζωή τους. Θα ξεχάσω εγώ τους μηχανόβιους που ήταν η πιο εκλεκτή ράτσα της εποχής; Άντρες ζόρικοι με δερμάτινα και τζιν, μαλλί χαίτη, έτσι για να ανεμίζει καθώς θα σκίζει τους αιθέρες, κάνοντας κόντρες με τις μηχανές τους. Το να ρισκάρεις τη ζωή σου ήταν τεράστια μαγκιά. Το να μη γουστάρεις τη ζωή σου ήταν το ζητούμενο. Έτσι και του έλεγες του νέου του ’80 ότι η πρέζα σκοτώνει, θα σου έλεγε ότι γουστάρει και να πεθάνει, άμα λάχει. Ή σου το έλεγε πιο ποιητικά: "Δε μ' αρέσουν οι σωτήρες, δε γουστάρω να σωθώ". Ήταν γιατί άκουγε τραγούδια σαν αυτό και τον είχαν συνεπάρει αυτές οι εικόνες.
«Η σειρήνα πάνω ουρλιάζει και η σύριγγα αδειάζει και το αίμα χύνεται ζεστό». Η σκηνή αυτή ήταν φαντασίωση για κάθε αγριεμένο πλην αρχιδάτο καυλποπιτσιρικά της εποχής. Αρχίδια! Στο τέλος όλοι σέρνονταν, ανίκανοι να αλλάξουν τον κόσμο που τόσο άσχημος τους φαινόταν. Το μόνο που πετύχαιναν ήταν η παραμύθα. Είχε γεμίσει ο τόπος φυτά, τα οποία είχαν άλλο σκοπό στην αρχή.
Τέλος πάντων, οι εποχές αλλάζουν και μαζί και τα ναρκωτικά. Κι όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο γρήγορα διαχέεται μια πληροφορία, αλλά και μια συνήθεια. Έτσι, στη δεκαετία του ’90 ο κόσμος αλλάζει. Και ακολουθεί τους γρήγορους ρυθμούς. Και θέλει κάτι πιο σπινταριστό. Τα άθλια πρεζάκια δεν τα εκτιμά κανείς πια. Και τους μηχανόβιους με το δερμάτινο μπουφάν τους έχουμε για γραφικούς. Τώρα η μηχανή αλλάζει στυλ κι αυτός που την οδηγεί είναι κουστουμογραβατωμένος και πίσω του σέρνει μια μούνα με μάξι φόρεμα και σκίσιμο ως τη μούνα. Άντρας χωρίς να κάνει πιστολάκι στο μαλλί δε βγαίνει έξω. Γυναίκα χωρίς κρεπάρισμα και τόνους λακ, δεν τολμάει να εμφανιστεί στα γκλάμουρους νυχτερινά μαγαζιά της εποχής. Από την άλλη έχουμε τα μεγάλα κλάμπια με την πιτσιρικαρία να παίρνει κάτι χημικούρες για να σπιντάρει και να κωλοχτυπιέται μέχρι το πρωί. Απαγορεύεται να είσαι χαλαρός. Η εποχή σε θέλει τσίτα. Η κόκα πάει κι έρχεται και στην καλή κοινωνία. Και όλοι κάνουν αγώνα για να μπούνε στην καλή κοινωνία. Όχι τόσο για την κόκα, όσο για τα λεφτά. Για το ποιος θα βγάλει πιο πολλά και θα φτάσει πιο ψηλά. Δεν ξέρω αν είναι η κόκα ή τα λεφτά, το ισχυρότερο ναρκωτικό της εποχής. Πάντως σίγουρα, παρά την ταχύτητα, το τρένο χάθηκε μέσα στη θολούρα που τους προκάλεσε αυτή η τάση.
Στη δημιουργία της θολούρας βοήθησε κι άλλο ναρκωτικό: Η τηλεόραση. Αποβλακωτικά προγράμματα μπήκαν στο σπίτι μας και στη ζωή μας. Τα βλέπαμε, για να έχουμε την άλλη μέρα θέμα για συζήτηση στο κομμωτήριο όπου πηγαίναμε να φουσκώσουμε την καούκα, ή στο γυμναστήριο όπου πηγαίναμε να φουσκώσουμε το δικέφαλο. Το θέμα της συζήτησης έπρεπε να είναι από ανάλαφρο έως ευτελές. Διαφορετικά ήσουν άπλυτος κουλτουριάρης, ρετσινιά που δε θα μπορούσες να σηκώσεις εύκολα. Διακοπές έπρεπε να πας στη Μύκονο. Άλλο ναρκωτικό κι αυτό. Να έχεις αμάξι, κατά προτίμηση ακριβό. Τα ρούχα σου έπρεπε να είναι γνωστής πανάκριβης φίρμας. Ο άντρας έπρεπε να φοράει ακριβό ρολόι κι η γυναίκα να κρατάει ακριβή τσάντα. Πάντα τα ναρκωτικά είναι ακριβά. Και δε φταίει η ζήτηση γι’ αυτό.
Άπειρα τα ναρκωτικά της εποχής που μας οδήγησε στο σήμερα. Να αραδιάσω κι άλλα; Το ίντερνετ. Που πρέπει να ξέρεις τα όριά σου όταν το δουλεύεις. Διαφορετικά η αποτοξίνωση θα είναι δύσκολη και επώδυνη, το λέω εγώ, ο ιντρνετάνθρωπος. Να μην ξεχάσω το άλλο δικό μου ναρκωτικό: Ζάχαρη. Είμαι εθισμένη στη ζάχαρη κι ας πίνω τον καφέ πικρό. Θα φάω κι έναν μπακλαβά μαζί. Και πάλι καλά είμαι, θεωρώ και σε φάση αποτοξίνωσης. Σκέφτομαι αυτούς που είναι εθισμένοι στην ασπαρτάμη. Δε θέλω να σκέφτομαι τι θα είχα πάθει αν είχα αντικαταστήσει τη ζάχαρη με ασπαρτάμη. Επίσης φοβάμαι μήπως σου προκάλεσα εθισμό με τα τραγουδάκια και σε  πιάσει κάνα στερητικό σύνδρομο τώρα που τα έκοψα.
Νομίζω τελικά πως ζούμε στην εποχή της απόλυτης νάρκωσης. Ναρκωτικά είναι οι πληροφορίες που παίρνουμε από παντού. Ναρκωτικά είναι οι προσπάθειές μας να πετύχουμε. Ναρκωτικά είναι οι υψηλοί μας στόχοι, απομεινάρια άλλων εποχών. Οι σταδιοδρομίες. Οι δημόσιες σχέσεις. Οι ειδήσεις με την Τρέμη. Το φυλλοκάρδι μας που τρέμει. Η φανατισμένη απαξίωση όλων αυτών, που παρουσιάζεται ως εναλλακτικότητα. Σκληρό ναρκωτικό η εναλλακτικότητα. Μπέρδεμα τεράστιο.
Χρειαζόμαστε αποτοξίνωση. Και να κάτσουμε να σκεφτούμε τι είναι αυτό που πραγματικά έχουμε ανάγκη για να γίνει ο κόσμος μας καλύτερος. Όπως οι ρεμπέτες που ήξεραν τι έκαναν και γιατί. Κατά βάθος ξέρουμε κι εμείς ξέρουμε τι θέλουμε. Και πως στην πραγματικότητα, τα ναρκωτικά και οι εξαρτήσεις μας είναι απλώς υποκατάστατα. Το είπε ο Μάρκος στην αρχή και πήγαινε στο τραγούδι νούμερο 4 να το θυμηθείς. Να φύγει η κάψα απ’ την καρδιά. Είναι προφανές ότι άμα δεν υπάρχει κάψα στην καρδιά, υπάρχει και μια ψυχρότητα στη ζωή και μια ελαφρότητα στην αντιμετώπιση των πραγμάτων. Οι αισθήσεις είναι ναρκωμένες από τη φύση τους και κανένα ναρκωτικό δε χρειάζεται για να τις καταστείλει. Αν όμως υπάρχει κάψα, τα πράγματα είναι ζόρικα. Χρειαζόμαστε κι άλλους γύρω μας, ανθρώπους με την ίδια κάψα, για να μπορέσουμε να αντέξουμε. Αυτό θα πρέπει να αναζητήσουμε. Κι αυτό είναι το ναρκωτικό που θα μας κρατήσει ζωντανούς και θα νιώθουμε ευχάριστα χωρίς να χρειαστεί να καταστείλουμε την κάψα.


Η κεντρική εικόνα είναι σκηνή από τεκέ, όπως μας την έδωσε ο Κώστας Φέρρης στο Ρεμπέτικο