Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Όχι άλλες πατάτες!



Θυμήθηκα τη Γώγου τις προάλλες και έκανα συνειρμούς. Από αυτούς που μόνο εγώ μπορώ να κάνω. Γαμώτο, σκέφτηκα κάποια στιγμή. Έχουμε χάσει τη φαντασία μας. Κάθε μέρα μαγειρεύουμε πατάτες. Τώρα βέβαια, θα μου πεις, τι άλλο να μαγειρέψουμε με τα λεφτά που βγάζουμε και με αυτά που μένουν, αφού πρώτα πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας; Πατάτες και πολύ μας είναι.
Όμως άμα δεν τρέφεσαι σωστά, δε λειτουργείς σωστά, ακόμα χειρότερο για τη φαντασία, την ήδη χαμένη. Φαύλος κύκλος. Και η φαντασία είναι άκρως επικίνδυνη για την εξουσία. Άλλωστε στο μυαλό είναι ο στόχος.
Δεν είναι κατάσταση αυτή με τις διαδηλώσεις που οργανώνουν φορείς και οργανώσεις. Έχω ξενερώσει. Μονότονες. Βαρετές. Αναποτελεσματικές. Χέστηκαν κι αν βγαίνουμε στους δρόμους και χτυπιόμαστε. Θα βγάλουν κι αυτοί τα μαντρόσκυλά τους μα χτυπηθούν με τους αναρχικούς, να γίνει το μπάχαλο και να τελειώσουν όλα με δυσάρεστο τρόπο. Να καίγεται η Αθήνα, να μην μπορείς να ανασάνεις από τα δακρυγόνα, δηλαδή να προστεθούν και τα αναπνευστικά προβλήματα στον υποσιτισμό μας. Πάρε το πτώμα σου και άδειασέ μας τη γωνιά. Κανένα αποτέλεσμα. Θυμήθηκα μια συζήτηση στο φέισμπουκ για εναλλακτικές διαδηλώσεις, όπου είχαν πέσει ενδιαφέρουσες προτάσεις. Και νομίζω πως ήρθε η ώρα.
Όχι άλλες πατάτες. Ήρθε η ώρα να ανανεώσουμε το μενού. Θα βάλουμε και κεφτεδάκια. Στο τάπερ. Θα πάρουμε και το καρό τραπεζομάντιλο και θα πάμε στο Σύνταγμα για πικνίκ. Τώρα που ήρθε η άνοιξη, μια χαρά θα είναι. Ασφαλώς, η εκδήλωση θα έχει και θέμα και όνομα: «Μαζί τα φάγαμε». Γραμμένο σε πανό για να ξέρουν και οι περαστικοί τι κάνουμε εκεί μαζεμένοι. Ποιος απ’ αυτούς δε θα κάτσει μαζί μας; Ποιος δε θα συμφωνήσει; Κι αν πλακώσουν τα μαντρόσκυλα, θα τους δώσουμε να γλείψουν κανένα κοκαλάκι. Έτσι κι αλλιώς, αρκούνται στα κοκαλάκια αυτοί.
Πλησιάζει όμως και το καλοκαίρι. Πόσοι από εμάς τους νεόπτωχους έχουμε τη δυνατότητα να πάμε διακοπές; Ούτε μέχρι τη θάλασσα μπορούμε να πάμε. Μέχρι το Σύνταγμα όμως; Με τις ξαπλώστρες μας, με τις ομπρέλες μας, με το φρέντο μας στο χέρι (έτσι όπως μάθαμε στις παλιές καλές εποχές που νομίζαμε ότι είχαμε κατακτήσει το σύμπαν), θα στηθούμε όλοι μαζί, μια χαρούμενη παρέα. Θα φορέσουμε τα μαγιό μας, θα πλατσουρίσουμε στο σιντριβάνι (με προσοχή στους μύκητες), θα λιαστούμε κάτω από τον καυτό ήλιο της υπέροχης πατρίδας μας. Κι αν πλησιάσουν τα μαντρόσκυλα της πατρίδας να μας διώξουν, θα τα στείλουμε από κει που ήρθαν. Θα τα κοιτάξουμε στα μάτια, θα χαμογελάσουμε και θα πούμε με τσαχπινιά και νάζι: «Αχ! Θα μου βάλεις λάδι στην πλάτη;»

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Η πίπα και η πίτα.

Τον είχες ζαλίσει τον άνθρωπο, κούκλα μου, με τους Βαλεντίνους, τα λουλουδάκια, τα αρκουδάκια και τα καρδουλάκια και άλλες τέτοιες πίπες. Τον είχες κάνει κουρέλι, αναγκάζοντάς τον να σε βγάζει για ρομαντικό δείπνο για δύο υπό το φως των κεριών και άλλες πίπες. Δε λέω, ήθελες κι εσύ τη μέρα σου, να νιώσεις ότι κάτι είσαι γι' αυτόν. Αφού από τόσες μέρες του χρόνου δεν αξιώθηκε να σου αφιερώσει μία, δηλαδή όλο το χρόνο πίπες, βρήκες την ευκαιρία σου. Α, όλα κι όλα, εμείς τα κρατάμε τα έθιμα. Τον Άγιο Βαλεντίνο -μεγάλη η χάρη του- τον τιμούμε στην οικογένειά μας, όχι πίπες. Κι έτρεχε ο άνθρωπος να σου κάνει τη χάρη, μη χάσει το κελεπούρι. Λες κι έχει όρεξη ν' ασχολείται με τέτοιες πίπες.
Δεν άντεξε όμως ο Χριστιανός τόση παράδοση. Έπρεπε να βρει μια μέρα να περάσει κι αυτός καλά. Καλά να είναι αυτός ο άγιος άνθρωπος, ο ραδιοφωνικός παραγωγός σταθμού της Καλιφόρνιας, ο Τομ Μπέρτσι, που από το 2002, καθιέρωσε την παγκόσμια ημέρα μπριζόλας και πεολειχίας. Τώρα έχουν και οι άντρες τη μέρα που θα γίνονται ευτυχισμένοι. Και δεν πιστεύω, εσύ που τιμάς τις παραδόσεις, να μην τίμησες σήμερα αυτήν τη μεγάλη γιορτή;
Βέβαια, δεν έχω καταλάβει πώς συνδυάζεται η μπριζόλα με την πίπα. Τρώει αυτός την μπριζόλα (για να μη μείνει με άδειο στόμα) ενόσω εμείς επιδιδόμεθα στην πίπα; Τρώμε την μπριζόλα και μετά κάνουμε πίπα; Τρώμε την μπριζόλα για να αλλάξει η γεύση; Την μπριζόλα την τρώμε με μαχαιροπήρουνο ή δαγκωτά; Στο τραπέζι ή στο κρεβάτι; Κι αν τα μπερδέψουμε; Αν, εκεί που πάμε για πίπα, νομίζουμε πως είναι η ώρα της μπριζόλας, τι γίνεται; Εκεί, αγάπη μου, νοικοκυροκόριτσό μου εσύ, ανοίγεις και φύλλο, βάζεις μέσα τη γέμιση, αυτό που πέρασες για μπριζόλα, και καλοφάγωτη.
Είναι επικίνδυνα πράγματα αυτά, κύριε Μπέρτσι μου. Η πίπα πρέπει να συνδυάζεται με τη χορτοφαγία. Διαφορετικά, κρέας το ένα, κρέας και τ' άλλο, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Για το καλό των αγοριών μας και ημών, βεβαίως.
Άντε και του χρόνου, να γιορτάσουμε πάλι με το καλό και αναίμακτα.

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

ΣτροΣ ΚΑ(ΤΑ)Ν αγάααααπη μου!



«Στην Ελλάδα οι άνθρωποι είναι βουτηγμένοι στα σκατά».
«Οι Έλληνες αισθάνονται ότι τους εξαπάτησαν κι όμως είναι εκείνοι που μαγείρεψαν τα στοιχεία και που δεν πληρώνουν φόρους».
Πες μας κι άλλα, να μας φτιάξεις τους κοπρολάγνους, μάνα μου. Πες μας κι άλλα, μεσιέ Στρος Καν, μπας και ξυπνήσουμε. Μπας και πάρουμε τα σκατά στα οποία βουτήξαμε και τα πετάξουμε στα μούτρα αυτών που μας ρίξανε μέσα.
Γιατί εγώ, η μαλάκω, τους πληρώνω τους φόρους μου. Όλους τους φόρους μου πληρώνω. Και ξέρω πολλούς άλλους μαλάκες που πληρώνουν τους φόρους τους. Αυτούς που δεν πληρώνουν δεν τους ξέρω. Δεν τους ξέρω προσωπικά δηλαδή. Γιατί είναι τόσο μεγάλοι και σπουδαίοι που δεν τους πλησιάζεις εύκολα. Συχνά έχουν και κάποιον να τους φυλάει (τον οποίο πληρώνουμε εμείς οι μαλάκες που πληρώνουμε φόρους) για να μην τους έρθει κανένα σκατό στη μάπα (από εμάς τους μαλάκες που πληρώνουμε φόρους).
Να τα ξεκαθαρίζεις τα πράγματα. Όταν μιλάς για τους Έλληνες και τα σκατά τους, να ξεκαθαρίζεις ποιοι είναι οι σκατάδες και ποιοι πνίγονται από τα σκατά. Και να λες και ονόματα. Όλων των καθωσπρέπει σκατάδων τα ονόματα να μας πεις. Και να μας προτείνεις τι να κάνουμε με δαύτους. Να τους ρίξουμε στο λάκκο με τα σκατά για σκατοθεραπεία, ας πούμε. Ή μήπως θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι πιο αποτελεσματικό;
Και τέλος, να μας πεις και για τα σκατά στα οποία εσύ και η παρέα σου μας ρίξατε. Έτσι για να μας αποτελειώσετε.
Α ρε Σουρή, όταν μιλούσες για σκατά, πόσο μπροστά ήσουν. 
Ή μήπως μια ζωή σκατά υπήρχαν σ' αυτήν τη χώρα;
Το έπος, αφιερωμένο στη σκατίλα μας:


Τίποτε δεν απόμεινε στον κόσμο πια για μένα,
όλα βρωμούν τριγύρω μου και φαίνονται χεσμένα.
Όλα σκατά γενήκανε και ο δικός μου κώλος
σκατά εγίνηκε κι αυτός, σκατά ο κόσμος όλος.

Μόνο σκατά φυτρώνουνε στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε, σκατάδες στο τετράγωνο.
Μας έρχεται κάθε σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε πως αποσκατωθήκαμε.

Σκατά βρωμάει τούτος δω, σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό, σκατά βρωμά κι ο κρίνος.
Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά, και με χαρτί χεσμένο
ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό προβάλλει σκατωμένο.

Σκατά τα πάντα θεωρώ και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ, σκατά πάω να χέσω,
απ' τα σκατά θα σηκωθώ και στα σκατά θα πέσω.

Όταν πεθάνω χέστε με, τα κόλλυβά μου φάτε
Και πάλι ξαναχέστε με και πάλι ξαναφάτε,
μα απ' τα γέλια τα πολλά κοντεύω ν' αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ, μου φεύγουν από πίσω.

Σκατά ο μεν, σκατά ο δε, σκατά ο κόσμος όλος
κι απ' το πολύ το χέσιμο μου πόνεσε ο κώλος!