Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Η βία που δεν καταδικάστηκε ποτέ


Θυμάμαι τις εποχές που ζούσαμε. Όχι πως κάναμε αυτό που λένε μεγάλη ζωή. Ούτε τρελές κραιπάλες, ούτε επιδείξεις ευημερίας. Το λέω με σιγουριά ότι αυτοί που ξέρω δεν ανήκουμε στην ομάδα του «μαζί τα φάγαμε». Οι περισσότεροι φίλοι μου, όπως κι εγώ, δεν είχαμε καν αυτοκίνητο. Ούτε σπίτι. Ένα δυάρι νοικιασμένο και επιπλωμένο με τσαχπινιές, αντί για σοβαρά έπιπλα. Δε μας ένοιαζε.
Μας ένοιαζε η ζωή. Να βρεθούμε, να βγούμε, να γυρίσουμε, να ταξιδέψουμε, να γελάσουμε. Συναντιόμασταν τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα με τον καθένα. Δεν το σκεφτόμασταν καν. Και τις βόλτες μας στα μαγαζιά κάναμε,  και τον καφέ μας τον πίναμε και για φαγητό πηγαίναμε και για τσίπουρα και για ποτό. Δεν ήταν καθόλου κουραστικό να είμαι στο μαγαζί μέχρι τις 9 το βράδυ και αμέσως μετά να πηγαίνω στο μπαρ. Η ζωή δε σταματούσε με τη λήξη της (διπλο)βάρδιας. Τότε άρχιζε.
Καμιά φορά με πιάνουν ενοχές. Μήπως δεν έπρεπε να βλέπω φίλους; Μήπως αν δεν έτρωγα έξω, τώρα θα ήμουν σε καλύτερη κατάσταση; Μήπως για τη φτώχεια τη δική μου και του κράτους, την κατάντια της οικονομίας και τον ξεπεσμό της κοινωνίας φταίω εγώ κι αυτή η μανία μου να το ρίχνω πού και πού έξω;
Μήπως αν δεν αγόραζα εκείνο το παλτό, αν δεν έκανα εκείνη την αποτρίχωση, αν δεν έπινα εκείνον τον καφέ, αν δεν είχα πάει τότε Θεσσαλονίκη (με τον καρβουνιάρη, μη φανταστείς), τώρα τα πράγματα θα ήταν καλύτερα; Δηλαδή τι θα πάθαινα αν καθόμουν στο σπίτι μου με τις πιτζάμες κι έβλεπα τηλεόραση; Το πολύ πολύ να είχα πραγματικές ενοχές, αλλά και φόβους, που θα μου προκαλούσαν οι εντεταλμένοι δημοσιογράφοι του καθεστώτος.
Παρά το ότι δεν έχω καμία ενοχή για τη ζωή που έκανα μέχρι πριν από λίγο, καμία ενοχή για το ότι συναντούσα τους φίλους μου, καμία ενοχή για το ότι ξόδευα αυτά τα λίγα που έβγαζα με τον κόπο μου και δεν τα έχωνα κάτω από το στρώμα για τις δύσκολες μέρες. Δεν έχω καμία ενοχή για το ότι ζούσα.
Αντιθέτως, έχω ενοχές για τις ανοχές μου.
Ανέχομαι -και ανεχόμαστε- μια κατάσταση που μας συνθλίβει και μας αφανίζει. Αφανίζει τη ζωή μας. Τη βάζει στο μπλέντερ και την κάνει χυλό για να την καταβροχθίσει πιο εύκολα, αλλά και για να χαθεί η δυνατότητα να δημιουργηθεί ξανά. Ο ορισμός της βίας.
Μας απαγορεύουν να ζούμε. Ειδικά εμάς που δε ζούμε για να πλουτίζουμε. Εμάς που ζούμε για να ζούμε. Μας κλέβουν τη ζωή με τη βία. Τη βάζουν κάτω με βία, την κλοτσούν με βία, την τσαλαπατούν με βία, τη χέζουν με βία. Κι έτσι χεσμένοι και τσαλαπατημένοι, άντε να καταλάβουμε τι εστί βία. Άντε να βρούμε το κουράγιο να την καταδικάσουμε. Κι άντε να καταλάβουμε από πού προέρχεται, έτσι όπως γίναμε μόνοι, τρομαγμένοι και μίζεροι, χωμένοι στις πιτζάμες μας, μπροστά στην τηλεόραση.
Θα καταδικάσει κανένας άλλος τη βία που μας πήρε τη ζωή, τη δουλειά, την αξιοπρέπεια; Θα βρεθεί καμιά κεντροαριστερά να μας τα φέρει πίσω; Θα μιλήσει κανείς για αυτή τη βία; Εμείς θα βρούμε το θάρρος να τα ζητήσουμε πίσω;
Η ζωή μας τελείωσε. Με τη βία. Κλεισμένοι στα καβούκια μας, εμείς και οι φίλοι μας, δε θα ξανασυναντηθούμε και μόνο θα αναπολούμε. Τότε που είχαμε δουλειά με λίγα λεφτά και πολλά καλά. Που μας τα πήραν με τη βία. Και που μόνο οι τραγικά αφελείς και οι τραγικά επικίνδυνοι πιστεύουν πως θα μας τα επιστρέψουν χωρίς βία.




Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Η κραυγή και το κράξιμο


Καιρό τώρα παρατηρώ τις κραυγές γύρω μου. Λέω ότι παρατηρώ και όχι ότι ακούω, γιατί δεν εννοώ μόνο την κραυγή που βγάζει ήχο, αλλά ό,τι κραυγάζει γενικώς. Ό,τι μας κάθεται βαρύ στο αφτί, αλλά και στο μάτι και σε όλες τις αισθήσεις. Και ψάχνω να βρω τους λόγους της ύπαρξής της.
Είναι ένα θέμα με το οποίο πολλοί καταπιάστηκαν. Για παράδειγμα ο Ζυλ Ντασέν με την κραυγή γυναικών και τη Μελίνα να κάνει τη Μήδεια και να νομίζεις ότι ο Ευριπίδης, όταν την έγραφε, αυτήν στο μυαλό του. Με εκείνη τη φωνή, με εκείνο το μακιγιάζ που έκανε τα μάτια και το στόμα της ακόμα πιο μεγάλα. Και με μαύρο μαλλί. Να σκιάζεσαι. Μια κραυγή από μόνη της.
Ήταν κι εκείνο το έπος των 80’s στην τηλεόραση, η κραυγή των λύκων. Με την Αλιφέρη, γκαβή και με αμνησία, να έχει μπλέξει με το Ριχτεραίικο. Μια ιστορία δηλαδή βγαλμένη από τη ζωή των ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που μόνο ο Φώσκολος θα μπορούσε να συλλάβει. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που καταπιάστηκε με την κραυγή. Στη δεκαετία του ’60 είχε κάνει μια ταινία με το όνομα κραυγή, σκέτο. Δεν ξέρω αν ήταν η εμμονή του ή αν η ταινία οφείλει τον τίτλο της στην κραυγή του Φούντα που φωνάζει κάπου προς το τέλος την Άννννννννα - Χρονοπούλου. Η οποία ανεβαίνει με άνεση και χάρη τα σκαλιά ενός κτιρίου με καμιά σαρανταριά, υπολογίζω, ορόφους. Χωρίς καν να λαχανιάσει.
Δε συμβαίνει το ίδιο και με τον Μουνκ, ο οποίος προφανώς τα είχε φτύσει από το περπάτημα στο εφιαλτικό τοπίο των φιορδ, όπου είχε βγει για περίπατο με την παρέα του. Ποιος ξέρει κιόλας, εκεί στο βορρά (δεν έχω πάει να δω και να έχω άποψη, οπότε κάνω μόνο υποθέσεις) πώς είναι το χρώμα του ουρανού και γιατί μοιάζει τόσο εφιαλτικό και πώς σε προδιαθέτει, ώστε να καταλάβω γιατί προκάλεσε τόση αγωνία στο ζωγράφο, ώστε να κάνει μια τόσο σε βάθος αναζήτηση στα υπαρξιακά του, η οποία και του έδωσε την έμπνευση να φτιάξει την κραυγή του ξανά και ξανά. Άλλη εμμονή κι αυτή. Από αυτές που σε κατατάσσουν στους μεγάλους ζωγράφους.
Αυτή η μουτσούνα της σειράς των έργων του Μουνκ, έφτασε μέχρι τον κινηματογράφο και μάλιστα πάλι ως σειρά. Αφού εκείνη η τρελή σπλατεριά των 90’s με τον τίτλο scream, έκανε επιτυχία πιο μεγάλη κι απ’ τον πίνακα.
Αχ, τώρα που μιλάμε για τέχνη, να μην ξεχάσω να αναφέρω την κραυγή της Άννας Βίσση. Από τους πιο μοσχοπουλημένους δίσκους σ’ αυτή τη χώρα, η οποία εκείνη την εποχή, είχε τέτοια αισθητική που μόνο η κραυγή της ταίριαζε. Όλοι έκοβαν φλέβα για αυτό το πράμα που ήταν κάτι μεταξύ βλαχομπαρόκ, αραβοτράνς και ντισκοριεντάλ. Η κραυγή δε θα είναι ποτέ πια η ίδια. Μάλλον, η κραυγή στη σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι εκτόνωση ή έκφραση φόβου, αγωνίας ή δεν ξέρω τι, αλλά έχει να κάνει και με την απαράμιλλη αισθητική μας.
Δε θα ισχυριστώ πως η αισθητική μας έχει αλλάξει. Απλώς η φτώχεια μας έκανε λιγότερο κραυγαλέους. Τουλάχιστον σ’ αυτό το θέμα. Αλλά και πάλι, δεν έχει ο Έλληνας να πάει στη Βίσση, θα πάει σε μικρότερη πίστα να ακούσει τις κραυγές του ντόμπερμαν και του λυκόσκυλου. Δεν έχει σχέση με την κραυγή των λύκων που ανέφερα πιο πάνω, αλλά κι αυτό τέχνη είναι. Γνήσια ελληνική. Και πάει πακέτο με την κραυγή του καψούρη που θα κάνει τρεις φορές το γύρο της πλατείας με τα τραπεζάκια έξω (στα δυτικά, συνήθως), με τέρμα το σκυλάδικο στο ηχοσύστημα του αυτοκινήτου. Ή θα γκαζώσει με το μηχανάκι του που το έχει κάνει να κλάνει από την εξάτμιση. Και θα γυρίσουν να τους κοιτάξουν όλες οι γκόμενες με τα εξτένσιον στα μαλλιά, τους γαλάζιους φακούς στα μάτια, το φούξια κραγιόν με το καφέ περίγραμμα τρεις πόντους πάνω από τη γραμμή των χειλιών, τα φουσκωμένα βυζιά, το ψεύτικο νύχι με το γαλλικό μανικιούρ με στρασάκια, και θα ‘χει αναστατωθεί τόσο πολύ η ύπαρξή τους από αυτούς τους ήχους, που θα κοντεύουν να κατακρημνιστούν από τις δεκαπεντάποντες ροζ γόβες τους.
Κάθε γειτονιά κι άλλη κραυγή. Αλλιώς κραυγάζουν στη δύση, αλλιώς σε βορρά και νότο. Εκεί κραυγάζει η πανάκριβη τσάντα με τα κουτάκια ή το άσχημο σήμα του LV, περασμένη στον καρπό κι ας πάθουν τενοντίτιδα. Εκεί κραυγάζει το καρό Burberry ακόμα και στο αυτοκίνητο. Εκεί κραυγάζει το έξυπνο κινητό που σου το τρίβουν στη μούρη, για να μη νομίζεις πως έχεις μόνο εσύ κι αυτοί δεν έχουν.
Είναι όμως και η κραυγή του κουλτουριάρη, που έχει βάλει σκοπό της ζωής του να αποδεικνύει συνεχώς την κουλτουροσύνη του. Αυτή η κραυγή είναι πραγματική. Με ήχο. Και έρχεται να ανατρέψει όλα όσα πίστευα για τους καλλιεργημένους και πολιτισμένους ανθρώπους. Ότι δηλαδή μιλάνε διακριτικά και χαμηλόφωνα. Λάθος. Μιλάνε δυνατά για να τους ακούσουν όλοι. Για να καταλάβουν όλοι ότι κάτι σημαντικό έχουν να πουν. Προφανώς οι καλλιεργημένοι και πολιτισμένοι να είναι ακριβώς όπως πίστευα κι αυτοί να ανήκουν σε κάποιο άλλο είδος, αφού, αν τους προσέξεις, τελικά, δεν έχουν να πούνε και πολλά, αλλά το τίποτά τους τις λένε με τέτοιο στόμφο, τέτοια στεντόρεια φωνή και τέτοιο πάθος και επιβλητικό ύφος, που σε κάνουν να χάνεις τα λόγια σου. Αυτό συνήθως το συναντάς σε στέκια διανοουμενίστικα, από τα οποία θέλεις να φύγεις τρέχοντας. Διότι, όταν οι κραυγές είναι πολλές, σκόρπιες και συνήθως άναρθρες, δημιουργείται χλαπαταγή, πράγμα χειρότερο κι από την εξάτμιση του κάγκουρα.
Από την άλλη έχουμε κι εκείνους που ναι μεν έχουν φωνή, αλλά δεν ξέρουν ούτε καν αυτό το τίποτα να πούνε. Έτσι η κραυγή τους είναι πρωτόγονη. Είναι μια κραυγή του μικρού που ενώνει το τίποτά του με άλλους σαν αυτόν και νιώθει ξαφνικά μεγάλος και σπουδαίος. Δημιουργείται μια ομάδα ζόρικων τύπων, που κραυγάζουν πως είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, αλλά πιο πολύ θυμίζουν Ούννους, τους οποίους ασφαλώς απεχθάνονται. Είναι να κραυγάζεις με την περίπτωσή τους.
Κραυγή όλα αυτά τα ξεφωνημένα που συναντούμε γύρω μας. Στα μαγαζιά, στους δρόμους, στους ανθρώπους. Είναι το κίτρινο μαγαζί με τα μεγάλα γράμματα που γράφουν «αγοράζω χρυσό». Είναι οι γιγαντοαφίσες με τους τραγουδιάρηδες, που ευτυχώς λόγω φτώχειας, δε μας πνίγουν όσο κάποτε. Είναι οι επιγραφές με τα φωτάκια που αναβοσβήνουν στα μαγαζιά που κατεβάζουν τις τιμές του καφέ και το χοτ ντόγκ. Είναι κι οι άνθρωποι που νομίζεις πως έχουν ντυθεί από πάνω μέχρι κάτω με φωτάκια που αναβοσβήνουν.
Αν για κάποιους η κραυγή είναι τρόπος να εκφράσουν κάτι που τους βασανίζει, για κάποιους άλλους είναι η έκφραση της ανάγκης τους να σου τρίψουν στη μούρη τον εαυτό τους. Θα μου πεις ότι ίσως ο εαυτός τους είναι αυτό που τους βασανίζει. Βασανίζει όμως και τους υπόλοιπους, πράγμα που είναι φυσικό να φέρει κράξιμο. Θεωρώ πως, κατά κάποιον τρόπο, το κράξιμο είναι η απάντηση στην κραυγή. Δεν εννοώ το περιοδικό που έβγαζε η Πάολα στα 80’s, στο οποίο έδωσε αυτόν τον αυτοσαρκαστικό (πόσο αγαπώ τον αυτοσαρκασμό τους) τίτλο. Εννοώ το κράξιμο που ρίχνουμε στους πολιτικούς, οι οποίοι μας επιβάλλουν την κραυγή τους (και εδώ η κραυγή είναι τρομακτική και αμείλικτη), γιατί δεν έχουμε τα κότσια να τους ρίξουμε κάτι άλλο. Το να τους ρίξουμε από την εξουσία, ούτε για πλάκα. Εννοώ και το κράξιμο που ρίξαμε στο Κατερινάκι επειδή το κορίτσι ήθελε να μπαίνει στο μετρό με κανονικούς ανθρώπους. Κράξιμο ομαδικό που ήρθε ως απάντηση στην κραυγή μιας νεόπλουτης αστής που προσπαθεί να διαγράψει και να αποκηρύξει την τραχανοπλαγίτικη ρίζα της, και να υποστηρίξει το δικαίωμά της να μην αναπνέει τον ίδιο αέρα με το κατώτερο είδος των ανθρώπων που δεν έχουν να δώσουν δέκα ευρώ για ένα εισιτήριο.
Με μπερδεύει ωστόσο το κρα κρα των προσκόπων. Ενώ πρόκειται ξεκάθαρα περί κραξίματος, οι ίδιοι το ονομάζουν κραυγή. Δεν έχω κάνει προσκοπίνα, οπότε δεν καταλαβαίνω για πιο λόγο πρέπει να κραυγάζουν. Θα προτιμούσα και αυτοί και όλοι να κράζουν.
Προσωπικά προτιμώ το κράξιμο από την κραυγή. Για την ακρίβεια, το θεωρώ αναγκαίο, αν όχι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε όταν όλα γύρω μας έχουν γίνει τόσο ενοχλητικά κραυγαλέα.
Όταν ο Αίσωπος έλεγε ότι εκ στόματος κόρακος κρα εξελεύσεται, μάλλον ήταν άλλες οι εποχές και δεν είχες λόγο να κράξεις.