Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Ας υπνωτιστούμε

Περνούσα έξω από κάτι κλαμποκαφέ, από αυτά που βρίσκονται παρατεταγμένα στη σειρά, κλείνουν όλο το πεζοδρόμιο και αφήνουν ένα μικρό άνοιγμα για τους περαστικούς, οι οποίοι πρέπει να μπουν στην ατμόσφαιρα του χώρου, να ακούσουν τις μουσικές τους, να έρθουν σε επαφή με τους θαμώνες και να νιώσουν την ευγενική αλλά πάντα επιθετική προσέγγιση του κράχτη τους. Συνήθως, το πρώτο πράγμα που κάνω όταν μου συμβαίνει αυτό, είναι να κατεβάσω καντήλια. Αυτή τη φορά, με πρόλαβαν οι σκέψεις μου.
Κοίταξα τους θαμώνες που κάθονταν αδιάφορα στα τραπέζια. Όλοι απορροφημένοι στα κινητά τους κι ενίοτε σκύβανε να ρουφήξουν τον φρέντο τους από το καλαμάκι. Κάποιοι έπαιζαν, κάποιοι φεϊσμπούκαραν, κάποια αυτοφωτογραφιζόταν στημένη σε πόζα «περνάω γαμάτα». Δεν πρόλαβα να σκεφτώ ότι πρέπει κάτι να συμβεί για να τους ταρακουνήσει. Γιατί και πάλι με πρόλαβε άλλη σκέψη. Μήπως αυτό που ζουν είναι ήδη ταρακούνημα; Τα τόσα ντεσιμπέλ της άθλιας μουσικής, η τεχνολογία που τους φέρνει τόσο κοντά στην πληροφορία, τόσο μακριά μεταξύ τους, ο καφές που τους έχει τσιτώσει, τα πηγαινέλα στα καφέ και στα μπαρ, η τηλεόραση που είναι σαφές πως τους υπέδειξε πρότυπα, τα οποία ακολούθησαν πιστά. Δεν μπορεί να είναι υπνωτισμένοι όλοι αυτοί. Ζουν το σήμερα και το ζουν έντονα. Επομένως δε χρειάζονται κάτι να τους ταρακουνήσει, αλλά κάτι να τους υπνωτίσει.
Όταν το μυαλό δουλεύει, έστω για λίγα και συγκεκριμένα πράγματα, δε χρειάζεται αφύπνιση. Όταν υπάρχει δράση, έστω και αν αυτή η δράση περιορίζεται στο να βγαίνει κανείς από το σπίτι του για να πάει για καφέ, το ταρακούνημα είναι περιττό. Όλοι αυτοί που δουλεύουν μέχρι εκεί το μυαλό και το σώμα τους, η συντριπτική πλειοψηφία δηλαδή, δεν πρόκειται να νιώσουν κανένα ταρακούνημα, ακόμη κι αν τους πλακώσει κανείς στα κλοτσομπουνίδια.
Θυμήθηκα τους ντανταϊστές. Που έκαναν τέχνη τον παραλογισμό τους, ως απάντηση στον παραλογισμό της εποχής τους. Ο ντανταϊσμός δεν έφτασε στην Ελλάδα. Αν και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ντανταϊστικές πράξεις αυτά που έκανε ο Άσιμος. Πράξεις που τον έκαναν να θεωρείται άκρως επικίνδυνος. Τόσο που, πέρα από τις διώξεις της αστυνομίας και την αντιμετώπιση των αστών, έτρωγε πόρτα σε εκδοτικούς και δισκογραφικές. Το σύστημα λειτουργούσε οργανωμένα για να του εμποδίσει την επαφή με τον κόσμο. Ίσως γιατί θα μπορούσε να υπνωτίσει πολύ κόσμο. «Συχνά, σα με ρωτούσανε αν είμαι καλλιτέχνης, εγώ απάνταγα πως ναι, αλλά δεν κάνω τέχνη. Προσπαθώ να δημιουργήσω τις συνθήκες για να κάνουμε και τέχνη» έλεγε ο ίδιος. Αυτό χρειαζόμαστε. Ένα νέο ντανταϊστικό κίνημα που θα δημιουργήσει τις συνθήκες για να κάνουμε τέχνη.
Φαντάζομαι τον Άσιμο να μπαίνει σ’ αυτά τα κλαμποκαφέ, τα παρατεταγμένα στη σειρά και να φωνάζει στους απασχολημένους με τα κινητά τους: «Γιατί φοράτε κλουβί;» ή «Μην περπατάτε ανάποδα. Η ζωή έχει αντίθετη κατεύθυνση». Όχι πως όταν τα έκανε, είχε επιτυχία. Και τότε κανείς δεν υπνωτίστηκε. Αλλά κάποια πράγματα θέλουν χρόνο για να ωριμάσουν. Ίσως τώρα είναι η κατάλληλη εποχή. Τώρα που οι άνθρωποι είναι πιο προγραμματισμένοι και πιο καλοκουρδισμένοι από ποτέ. Τώρα που έχουν πάψει να δημιουργούνται καλλιτεχνικά και άλλα κινήματα.
Τους ανθρώπους του κλαμποκαφέ δε θα τους συναντήσουμε ποτέ σε μια γκαλερί, σε ένα θέατρο (άντε να πάνε να δούνε τον Μπέζο), σε ένα κοντσέρτο κλασικής μουσικής. Αντιθέτως, θα τους συναντήσουμε στο εκλογικό τμήμα της περιοχής τους να ψηφίζουν. Διαμορφώνουν τις ζωές των υπολοίπων, χωρίς να έχουν διαμορφώσει τον ψυχικό τους κόσμο. Υπνωτισμός επειγόντως.
Μόνο η τέχνη μπορεί να υπνωτίσει. Μόνο η τέχνη θα μπορέσει να τους αποσπάσει την προσοχή από το κινητό, να τους τραβήξει το βλέμμα Μόνο η τέχνη που θα πεταχτεί μπροστά τους στο δρόμο, θα μπορούσε να τους αλλάξει την πορεία. Να τους κάνει να ξεχάσουν ότι πήγαιναν στο κλαμποκαφέ να περάσουν τη μέρα τους με το κινητό στο χέρι και υπνωτισμένοι να παρακολουθούν το πρωτόγνωρο που συμβαίνει γύρω τους.
Μόνο αν βγει η τέχνη στους δρόμους κι αν υπάρξει για όλους, θα υπνωτιστούν. Κι αν είναι ανίκανη να υπνωτίσει τον κόσμο, δεν τη χρειαζόμαστε. Αν είναι πιστή στους δημοκρατικούς θεσμούς και θέλει να υπάρχει για όσους θέλουν να τη βάλουν στη ζωή τους, δεν πρόκειται να κάνει θαύματα. Αν δε θέλει να επιβληθεί, να ανατρέψει, να καθοδηγήσει, να κάτσει στη μούχλα της και να τη χαίρονται οι λίγοι. Αν είναι όμως μια τέχνη δυνατή, να σπάει κόκαλα, να παίρνει τα μυαλά, να σε παίρνει απ' τα μούτρα, θα τους υπνωτίσει και θα τους οδηγήσει εκεί που μόνο αυτή ξέρει. Κι ο φρέντο με το καλαμάκι μπορεί να περιμένει.