Καιρό τώρα, από τότε που ο συγκάτοικος με εγκατέλειψε και έφυγε να πάει στην ξενιτιά, ψάχνω να βρω σπίτι στα μέτρα μου. Στα Εξάρχεια πάντα. Δε φεύγω από το χωριό. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης διαπίστωσα ότι τα σπίτια στα Εξάρχεια είναι εξ-άθλια. Οι δε ιδιοκτήτες τους, συχνά είναι εξ-άχρειοι.
Πριν από δύο εβδομάδες νόμιζα πως έκλεισα ένα διαμέρισμα στην καρδιά των γεγονότων. Ναυαρίνου και Τρικούπη. Εκεί που γίνονται οι μάχες ματατζήδων και παρκόβιων. Μου το δείχνει ο τύπος, του λέω ότι μου κάνει, μου λέει ότι θα καλέσει μαστόρια για να το μετατρέψει σε σπίτι, από γραφείο που ήταν και ότι θα μου τηλεφωνήσει για προκαταβολές, χαρτούρες και τα ρέστα. Η ξαδέρφη του, η οποία μένει από πάνω και ήταν η πρώτη που μου το έδειξε, είναι αυτή που θέλει να λειτουργήσει ο χώρος σαν κατοικία. Προφανώς ο ιδιοκτήτης θέλει να το κρατήσει ως γραφείο, αλλά δεν το ομολογεί πουθενά. Το ενοικιαστήριο δε βγήκε ποτέ, το τηλέφωνό μου ποτέ δε χτύπησε. "Άντε, πάρε την κοπέλα τηλέφωνο γιατί ψάχνει και αλλού" είπε χτες στον ξάδερφό της η αποπάνω. Κανείς δεν κατάλαβε τι απάντηση της έδωσε.
Είναι και το γεγονός ότι όλοι, μα όλοι οι νέοι δικηγόροι δεν προλαβαίνουν να ανοίγουν γραφεία στην περιοχή. Είναι και το γεγονός ότι σε περίοδο κρίσης το να ξεκινήσεις επιτήδευμα είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο και με εξασφαλισμένη επιτυχία. Αναρωτιέμαι: Οι ιδιοκτήτες ακινήτων στο κέντρο, δεν έχουν πάρει χαμπάρι τι γίνεται; Αμέτρητα ενοικιαστήρια, τα περισσότερα για επαγγελματικό χώρο. Που σημαίνει βαράμε στα αυτιά και δένουμε με συμβόλαια για πολλά χρόνια τον ένοικο εκεί μέσα. Αλλά θα μου πεις και για κατοικία να τα δώσουν, πάλι δύσκολο. Όλοι αφήνουν τα σπίτια τους και πάνε να μείνουν με τους γονείς τους ή φεύγουν στα χωριά τους όπου τουλάχιστον, υπάρχει πάντα διαθέσιμο ένα αυγό και μια ντομάτα. Χώρια ότι οι Βαλκάνιοι μετανάστες επιστρέφουν στις πατρίδες τους, των οποίων η κατάντια δε φτάνει με τίποτα την κατάντια της Ελλάδας.
Χτες πήγα να δω ένα διαμέρισμα στα Εξάρχεια πάντα. Του είχα πει του παππού στο τηλέφωνο ότι μου πέφτει κομμάτι ακριβό, αλλά επέμενε να μου το δείξει. Φαντάστηκα ότι θα ήταν τόσο ωραίο που θα έλεγα χαλάλι τα 40 παραπάνω απ' αυτά που σκοπεύω να διαθέσω. Το διαμέρισμα ήταν ισόγειο (εδώ φταίω εγώ, η ασανσεροφοβία μου και η υψοφοβία μου) και με θέα στον ακάλυπτο (που δε με χαλάει, γιατί όλοι ξέρουμε ότι μπορούν να μου δώσουν καλό υλικό οι γείτονες). Με το που μπήκα και πάτησα τη σιχαμένη, μαδημένη, σκονισμένη, ξεθωριασμένη, κατσιασμένη μοκέτα, ήθελα να κάνω μεταβολή και να φύγω. Κρατήθηκα. Μοκέτα και στην κρεβατοκάμαρα, το στέκι του ακάρεως. Σαλόνι με πλαστικούρα στο πάτωμα. Σχετικά άνετο. Είχε και χώρο για πλυντήριο. Του βάζεις και το καρεδάκι το κοφτό το λευκαδίτικο και το βάζο με την πλαστική γλαδιόλα και το μετατρέπεις σε πρώτης τάξεως τραπεζάκι. Χωράει και λαμπατέρ με σταχτοδοχείο. Αρχοντιά. Για την ακρίβεια, μόνο εκεί είχε χώρο για πλυντήριο. Στην κουζίνα χωρούσε με το ζόρι ένα ψυγείο. Στο μπάνιο (ας το πούμε κι έτσι), κάθεσαι στη χέστρα και τα κάνεις όλα. Μη μείνεις όρθιος. Θα πέσεις. Ούτε ντουσιέρα. Μιλάμε για τρελές ανέσεις.
Εντάξει, έχω δει τις απόλυτες κουλαμάρες σε σπίτια. Στο άλλο, για να πας στην τουαλέτα, έπρεπε να περάσεις από όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Η ντουλάπα ήταν στο υποτιθέμενο σαλόνι και η υποτιθέμενη κρεβατοκάμαρα, στην οποία με το ζόρι μπορούσες να στριμώξεις ένα κρεβάτι, είχε παντού πόρτες.
"Πόσο μπορείτε να το κατεβάσετε;" ρωτάω τον παππού, ενώ μέσα μου είχα ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να μείνω εκεί χωρίς να με πληρώνει. "Ε, πόσο να κατεβάσω; 10 ευρώ". "Ευχαριστώ, γεια σας". (Έφυγα τρέχοντας). "Αντί για 300, πάρε τα 3 μου" ήθελα να του πω, αλλά άμα έχεις μεγαλώσει με γαλλικά και πιάνο, δε σου βγαίνουν αυτές οι κουβέντες εύκολα.
Αν ήμουν σίγουρη ότι θα μου τα ακουμπάει χωρίς καθυστερήσεις, διότι από κάτι τέτοια περιμένω το φτωχοκόριτσο, ίσως και να καθόμουν. Αλλά το ένιωσα, ήθελε να του δώσω εγώ 300. Και όχι για να το αγοράσω. Που και για να το αγοράσω, πάλι θα το σκεφτόμουν. Άς υποθέσουμε ότι μια τριακοσάρα είναι λογική τιμή για την αγορά ενός τέτοιους αχουριού. Από κει και πέρα όμως, θέλει επισκευές. Αλλαγή των παλαιολιθικών κουφωμάτων, φτιάξιμο από την αρχή κουζίνας και τουαλέτας, γκρεμίσματα, χτισίματα και, κυρίως, πέταμα μοκέτας. Και δεν πάω να αγοράσω ένα καινούργιο; Αναρωτιέμαι, αν το σπίτι ήταν καινούργιο, είχε θέα Ακρόπολη και καθαρό αέρα (αντί για δακρυγόνο κάθε Παρασκευή τουλάχιστον) πόσα θα ζητούσε;
Κατέληξα πάντως. Λίγο μακριά. Δεν ξέρω πώς θα αντέξω την ησυχία της Νεάπολης. Δεν νιώθω τη βρώμικη Εξαρχειώτικη ατμόσφαιρα, με τη φασαρία, με τις φωνές (μόνο παιδάκια φωνάζουν εκεί), με τα χημικά και ψιλοξενέρωσα με την καινούργια γειτονιά. Αλλά μόνο εκεί βρήκα λογικό ιδιοκτήτη. Εντάξει, το σπίτι πάλι ισόγειο με θέα στον ακάλυπτο (να βρίσκεσαι ανάμεσα σε Στρέφη και Λυκαβηττό και να βλέπεις τοίχο), αλλά αξιοπρεπές. Και η τιμή του προσαρμοσμένη στους δύσκολους καιρούς. Θα χαρεί και η μαμά μου όταν της πω ότι έχω απομακρυνθεί από την περιοχή για την οποία ακούει τόσα άσχημα στην τηλεόραση.
Ωστόσο η απορία μου παραμένει. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν καταλάβει τι συμβαίνει γύρω τους; Ότι τα σπίτια τους μένουν ξενοίκιαστα επί μήνες και πληρώνουν ρεύματα και κοινόχρηστα, τους κάθεται καλά; Άντε βρε αγάπες μου κατεβάστε λίγο τις τιμούλες μπας και μπει κάνας άνθρωπος μέσα και ξεχάστε τα παλιά σας μπερεκέτια. Διαφορετικά, θα σας μείνουν τα γκρεμούλια σας να τα καμαρώνετε. Και δε θέλετε να σας προτείνω χώρο για να τα βολέψετε. Ε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου