Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Πασχάλης Τσαρούχας: Η κοινωνία δεν αξίζει τους επαναστάτες της

Δεν πιστεύω ότι πρέπει να κάνει κανείς ένα πράγμα για να το κάνει καλά. Θεωρώ πως κάποιος που είναι καλός στο ένα, είναι καλός σε πολλά. Γι’ αυτό μου αρέσουν οι άνθρωποι που καταπιάνονται με πολλά πράγματα. Που έχουν πολλά ενδιαφέροντα, πολλές δράσεις, που δεν ησυχάζουν και δεν επαναπαύονται.
ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΑΣ:Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΕΝ ΑΞΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΤΗΣ
Ένας από αυτούς είναι και ο Πασχάλης Τσαρούχας και ομολογώ ότι το ανακάλυψα πρόσφατα. Γι’ αυτό και, πηγαίνοντας να τον συναντήσω, στο Ρότα Art Coffee Community, ήμουν αποφασισμένη να τον μιλήσουμε μόνο για αυτές τις σχετικά πρόσφατες ανακαλύψεις μου. Και για άλλα.

Ποτέ δε θεώρησα ότι ήμουν ο καλύτερος.
Έχω μία πολύ ειλικρινή, καθαρή και μετρημένη σχέση με τα ΜΜΕ. Ενδεχομένως επειδή εξαρχής είχα μία πολύ συγκεκριμένη εικόνα και προς τα έξω αλλά κι εγώ ο ίδιος για τον εαυτό μου. Ποτέ δε θεώρησα ότι ήμουν το παιδί-θαύμα, ποτέ δε θεώρησα ότι ήμουν ο ωραιότερος ή ο καλύτερος. Τη δουλειά μας κάνουμε, δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Όπως κάθε πρωί όλοι πήγαιναν κάποτε στις δουλειές τους. Αυτό από κάποιους θεωρήθηκε ξενέρωτο, από κάποιους θεωρήθηκε κακό για την επαγγελματική μου εικόνα, ότι δε συντηρώ κάποιον μύθο.

(Ευτυχώς, γιατί παρατράβηξε ο μύθος με τον γόη, τον καρδιοκατακτητή, τον τηλεοπτικό σταρ, για την προσωπική ζωή του οποίου γνωρίζουμε τα πάντα, αλλά τίποτα για όσα κάνει, πιστεύει, πρεσβεύει, σκέφτεται. Του λέω για τη λάθος άποψη που είχα κάποτε και αναρωτιέμαι αν τον ενοχλεί και τον ίδιο η εικόνα που δημιουργούν για αυτόν τα ΜΜΕ).

Η δουλειά μου είναι να δημιουργώ.
Δε δημιουργείται για μένα, για όλους δημιουργείται. Δεν είμαι αυτό που θέλουν να βλέπεις. Αυτό τους εξασφαλίζει τον τρόπο να με έχουν στο μέσο όρο που θέλουν. Το τι είναι ο καθένας, το ξέρει ο ίδιος. Επίσης δεν είναι δική μου δουλειά να έχω αγωνία να δείχνω ποιο είναι το έργο μου. Η δουλειά μου είναι να δημιουργώ. Δε με ενδιαφέρει αν θα με δικαιώσει το σύγχρονό μου κοινό ή ο κριτικός του μέλλοντος. Με ενδιαφέρει να κάνω κάτι που νομίζω ότι κάπου βοηθάω, ότι κάτι προχωράω, τον εαυτό μου ίσως.

(Κι από ποιες δημιουργίες να ξεκινήσουμε;)

Τα βιβλία
Το πρώτο μου εκδόθηκε το 96, ένα θεατρικό παιδικό, η αρπαγή της πριγκίπισσας Αιώρας, που εκδόθηκε από τα Ελληνικά Γράμματα και έκτοτε ακολούθησαν άλλα 17, με τελευταίο το year book 2013 του Πανελληνίου Πρωταθλήματος Ταχύτητας Μοτοσυκλετών, που είναι καθαρά δημοσιογραφική δουλειά. Θα πρέπει να αφαιρέσουμε και –τώρα μπορείς να με σφάξεις- (έχει πάρει χαμπάρι τι κράξιμο ρίχνω στην παραλογοτεχνία) μια νουβέλα πολύ σκοτεινή και σημερινή και ένα ερωτικό έπος σε δεκαπεντασύλλαβο, εξαντλημένα. Θα τα ξαναβγάλω σαν Carousel, που είναι δική μου εκδοτική. Τα υπόλοιπα είναι παιδικά, παραμύθια και άλλα δύο που μετέτρεψα παραμύθια σε στίχους, τα μελοποίησε η Μάρω Θεοδωράκη, τα τραγουδήσαμε και έγινε βιβλιαράκι με cd και μας ευχαριστούν οι μαμάδες και οι μπαμπάδες που τα βάζουν και ακούν τα παιδιά το παραμύθι. Τα πάω καλά με τα παιδιά, γιατί τα πάω καλά με τον εαυτό μου.
(Και με το δικό του το παιδί τα πάει καλά. Το εκπαιδεύει στο καβάλημα της μηχανής, αλλά και στον τρόπο που θα βλέπει τη ζωή. Να είναι καλός άνθρωπος, υπεύθυνος, συνεπής, να μη σταματάει να παίζει. Σε αντίθεση με το μέσο νεοέλληνα γονιό που μαθαίνει στο παιδί του να βάζει στόχους διεκδικώντας την πρωτιά).
Να κάνει πράγματα για τα οποία δε θα έρθει η στιγμή να ντρέπεται…
…Να είναι βαθιά και ουσιαστικά ευγενικός με τον εαυτό του και με τους άλλους. Το να κατακτήσει κάποιος την κορυφή είναι υστερία και ένας στόχος που δεν πιάνεις ποτέ, αφού πάντα κάποιος θα υπάρχει που θα είναι καλύτερος από σένα ή το αξιολογικό σύστημα θα κατατάσσει πάντα κάποιον πάνω από σένα. Σα να κουβαλάς νερό με τρύπιο κουβά. Ζούμε μία τεράστια ανατροπή τα τελευταία χρόνια που μας δείχνει ότι ο ισχυρός τελικά δεν είναι τίποτα. Εδώ είναι που ισχύει το «οι έσχατοι έσσονται πρώτοι». Όσοι δεν είχαν τίποτα, καμία υποχρέωση, εξακολουθούν να μην έχουν. Ενώ οι υπόλοιποι τον ήπιαμε.

(Γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε; Γιατί ήρθε η ώρα να τον πιούμε;)

Να καθίσουν εδώ και να πληρώσουν.
Είμαστε κι εμείς συμμέτοχοι. Θυμάμαι τον εαυτό μου να λέει σε συζητήσεις ότι αυτή η χώρα προχωράει από κεκτημένη ταχύτητα. Δε συμβαίνει τίποτα. Και δε φρόντισα να φυλαχτώ. Όλοι ήμασταν σ’ αυτήν την κατάσταση. Και όλοι φταίμε και είμαστε συνυπεύθυνοι. Αυτό δε σημαίνει βέβαια κι ότι μαζί τα φάγαμε. Τι ωραίο ήταν αυτό που είπε ο Πάγκαλος ότι θα φύγει; Αν και εγώ δε θέλω να φύγει. Δεν είμαι φαν του ελικοπτέρου. Θέλω να καθίσουν εδώ και να πληρώσουν. Να υποστούν όλες τις συνέπειες, που δε θα γίνει ποτέ, αλλά θα πρέπει να ζήσουν όπως ζει όλος ο κόσμος. Δε θα το αντέξουν. Γιατί δεν ξέρουν πόσο κάνει μια φρατζόλα ψωμί, ένα κιλό πιπεριές, δεν ξέρουν τι είναι η λαϊκή, τι είναι το περίπτερο, τι είναι πάω βάλω βενζίνη για να πάω να δουν τα παιδιά μου τη γιαγιά τους. Είναι κάτι πολύ εξωτικό για αυτούς  αυτό το πράγμα. Όπως όταν θέλει κάποιος να πάει να μείνει σε μια σουίτα με πισίνα, νομίζοντας ότι είναι ωραία. Θες όμως τρεις ώρες να πας από το ένα δωμάτιο στο άλλο, έχει υγρασία από την πισίνα… δεν είναι και τόσο ωραία, αλλά είναι εξωτικό.

(Θα το ζήσουμε αυτό; Είμαστε ικανοί να τους κάνουμε να πληρώσουν;)
Οι προδότες γίνονται δρόμοι.
Δεν πληρώνουν ποτέ. Γίνονται δρόμοι. Μεγαλώνοντας έχω ξεκαθαρίσει ότι η ιστορία μας είναι γεμάτη ψέματα. Άσχετα με τις Ρεπούσηδες κι αυτά που ασχολείται ο κόσμος. Μας έχουν πει ψέματα. Ότι είμαστε οι καλύτεροι, οι πιο προκομμένοι, οι πιο αδικημένοι, οι πιο φιλειρηνικοί, και προχωρώντας τα πράγματα και διαβάζοντας, συγκρίνοντας, βλέπεις ότι είσαι τα ίδια σκατά με τους υπόλοιπους. Βλέπεις ότι όλος αυτός ο ταγματασφαλιτισμός, ο δωσιλογισμός, ο μαυραγοριτισμός, όλο αυτό το πουλημένο σινάφι ανακυκλώνεται και στο τέλος γίνεται δρόμοι. Και βλέπεις τους δρόμους και δε βλέπεις συγγραφέα, καλλιτέχνη, δημιουργό. Όλοι οι δρόμοι, με πολύ μικρές εξαιρέσεις, είναι βαφτισμένοι με ονόματα εθνικών μειοδοτών και προδοτών. Τζωρτζ, Κάνιγγος, τι ήταν αυτοί; Περπατάς αυτόν το δρόμο από μικρός και το όνομά του τυπώνεται στο μυαλό σου. Και θεωρείς ότι είναι καλός και σου φτιάχνει ένα υπόβαθρο στο οποίο θα πατήσει ο μύθος που σου διδάσκουν στο σχολείο.

(Έχω σκυλιάσει. Αυτό ήθελα να το είχα σκεφτεί εγώ. Προσπαθώ να μη δείξω ότι αφρίζω. Κρύβω την οργή μου, χαμογελάω, κουνάω το κεφάλι «Ναι, ναι, δίκιο έχεις» και τέτοια. Και προσπαθώ να περάσω στην επόμενη ερώτηση, πράγμα δύσκολο, γιατί όταν εκνευρίζομαι αποσυντονίζομαι. Ας τον ρωτήσω αυτός, ως ηθοποιός, πώς βιώνει την κατάσταση. Είναι γνωστό ότι οι ηθοποιοί περνάνε μεγάλα ζόρια).

Δεν είναι ο κατάλληλος να σχολιάσει γιατί συνειδητά δεν είναι μόνο αυτό.
Φρόντιζα πάντα να μην αποκλείω τον εαυτό μου από τις επιθυμίες του, να είμαι πολυδιάστατος, να κάνω πολλά πράγματα, να μην επενδύω στον εαυτό μου σαν εικόνα μέσα από το επάγγελμα, πράγμα που στα χρόνια της κρίσης με έχει σώσει. Έχει σώσει την ψυχή μου. Γιατί για σκέψου έναν άνθρωπο ο οποίος θεωρεί ότι είναι μόνο ένα πράγμα και μέσα από αυτόν τον τρόπο υπάρχει και επιβεβαιώνεται. 4000 αυτοκτονημένοι ήταν τέτοιοι και βέβαια ήταν και η σχέση τους με το χρήμα. Όμως όλοι χρωστάμε. Θα πεθάνω εγώ επειδή χρωστάω; Να πεθάνει ο τραπεζίτης.
(Ζούμε για τα λεφτά; Για την καλοπέραση; Την άνεση και την ευκολία; Είχαμε καλομάθει;)

Έχουμε ταυτίσει το πουλί μας με τα λεφτά μας.
Όταν το πιστεύεις αυτό το πράγμα και ταυτίζεις το επάγγελμά σου με την ύπαρξή σου, βρίσκεσαι σε τραγική σχέση. Θα κάνω άλλα πράγματα, θα έχω λιγότερες απολαβές, ακόμη και το χειρότερο να συμβεί, πάντα υπάρχει ένας λόγος να ζήσεις και να ολοκληρώσεις αυτό που πιστεύεις ότι κάνεις υποφερτά.

(Τώρα αυτό το «υποφερτά» για να δώσεις θάρρος στον απεγνωσμένο το είπες; Σ’ αυτόν που τον έχει κουράσει ο αγώνας χωρίς αποτέλεσμα;)

Δουλειά
Μεγάλωσα με κούραση, μαθαίνοντας να κουράζομαι. Έχουμε κακομάθει. Ή μάλλον είμαστε ανώριμη σαν κοινωνία. Ο άλλος θέλει να γίνει τραγουδιστής, ηθοποιός. Αυτό έχει σπουδή από πίσω, έχει δουλειά, έχει σκάψιμο. Έχουμε μάθει να είμαστε ρηχοί κι ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Δεν αρκεί ένα ωραίο χαμόγελο για να τραγουδήσεις. Γιατί δε θέλει ο καθένας να γίνει αρχιτέκτονας; Γιατί από τη φύση του έχει δουλειά αυτό. Πρέπει να σπουδάσεις για να το κάνεις. Αλλά είναι κι ένας τρόπος για να φτιάχνεις ωραίες πόλεις.

(Ε, ας μιλήσουμε και για αρχιτεκτονική, γιατί μόνο γι’ αυτό δε μιλήσαμε).

Στην Ελλάδα έχουμε κατασκευαστές
Καθηγήτρια αρχιτεκτονικής γνωστή μου, που της ζήτησα να παρακολουθήσω το μάθημά της, πίστεψε ότι δε με ενδιαφέρει γιατί επρόκειτο για διακόσμηση. Δεν είσαι στολιστής, είσαι αρχιτέκτονας. Αυτός που είναι πάνω απ’ όλους αυτούς που χτίζουν. Όμως στην Ελλάδα τη δουλειά την κάνουν οι κατασκευαστές. Όταν έφτιαχνα το σπίτι –αυτό που χρωστάω δηλαδή- είχα συμφωνήσει στα τούβλα και ήταν φτιαγμένο κάπως. Και τους είπα εγώ τι θα κάνουν. Το κατοχικό σύνδρομο δεν τους λέει ζήσε σε ένα όμορφο σπίτι, τους λέει βάλε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου.

(Εντάξει, είπαμε, τα κάνεις όλα, δεν είσαι μόνο ηθοποιός, αλλά ξέρεις κι από σπίτια; Άσε και κάτι να το ξέρει κάποιος άλλος). 

Συνεργασία
Έχω κάνει χρόνια στην οικοδομή με τον πατέρα μου, ο οποίος είχε και αρχιτεκτονικές ανησυχίες και πολιτικομηχανικές ανησυχίες και συχνά διόρθωνε τα σχέδια, χωρίς να έχει ανταγωνιστικές σχέσεις μαζί τους. Αυτό το πράγμα το έζησα, το πώς συνεργάζεται ο θεωρητικά ανώτερος με τον κατώτερο. Μεγάλωσα με αυτόν το διάλογο. Όπως θεωρώ φυσιολογικό να ρωτήσω την ταξιθέτρια αν της άρεσε μια σκηνή που έπαιξα.

(Με πας απ’ το ένα θέμα στο άλλο, αλλά τώρα θα σε πάω εγώ. Μιλάμε για ποιοι φτιάχνουν και πώς φτιάχνουν τα σπίτια και τις πόλεις και δε λέμε αν σου αρέσει η πόλη που ζούμε. Και στο κάτω κάτω, τι στο καλό living in the city είμαστε άμα δε μιλάμε για την πόλη;)

Από την πόλη στον Τσε και από την επανάσταση στους ανθρώπους
Η πόλη είναι η άνθρωποι. Με αυτή την έννοια δε μου αρέσει. Υπάρχει κίνδυνος να χαρακτηριστώ ως μισάνθρωπος ή θεωρών τον εαυτό του υπεράνθρωπο. Αλλά δε συμφωνώ με όλη αυτή τη χύμα ανοησία. Ακόμα. Έρχεσαι και παίρνεις ένα μάθημα σκληρό και δε θες να το ακούσεις, να το δεις. Μελετώντας ιστορία βλέπει κανείς ότι ο πολύς κόσμος πάντα έτσι ήταν. Εδώ μπαίνει και το ερώτημα: Όσοι έκαναν τις επαναστάσεις το έκαναν για τον κόσμο ή για τον εαυτό τους; Υπάρχει κάποιο σύστημα με το οποίο πρέπει να λειτουργούν τα πράγματα. Κάπως διοικούνται τα πράγματα. Αναγκαστικά μπαίνουμε στη διαδικασία της ανάληψης εξουσίας από κάποιους ανθρώπους. Επειδή όμως είμαστε πολύ βρόμικοι οι άνθρωποι και η εξουσία μπορεί να πεις κανείς ότι δεν είναι γλυκιά μόνο όταν την είχε και δεν την άσκησε, άρα δεν την είχε, όλοι πέφτουν θύματα αυτής της χρήσης της εξουσίας. Ελάχιστα παραδείγματα υπάρχουν που αρνήθηκαν την εξουσία. Ο Τσε, ας πούμε, που όντας υπουργός πήγαινε να μαζέψει ζαχαροκάλαμο. Ή ο Άρης, ο δικός μας, που επίσης θα μπορούσε να τα έχει τακτοποιήσει τα πράγματα. Εγώ νομίζω πως οι κοινωνίες δεν αξίζουν αυτούς τους ανθρώπους. Βέβαια είναι σημεία αναφοράς για εμάς πια.

(Είναι τα ινδάλματά του; Θα ακολουθήσει το παράδειγμά τους αν εκλεγεί;)

Πρέπει να ξεκινήσουμε από τα μικρά
Είμαι πολύ ρεαλιστής. Δε γίνονται αυτά. Στο δήμο στον οποίο ζω, της Παλλήνης, Γέρακα, Ανθούσας, οι γονείς στο δημόσιο σχολείο πληρώνουν μέχρι και τα χαρτιά υγείας. Πόσα γαμημένα λεφτά είναι τα χαρτιά υγείας και οι μαρκαδόροι; Εμένα με απασχολούν αυτά τα πράγματα. Που δεν είναι μικρά. Είναι αυτά από τα οποία πρέπει να ξεκινάει κανείς. Τα μικρά πράγματα φτιάχνουν τις πραγματικότητες και τα μεγάλα είναι τα αποτελέσματα  Να έχει πετρέλαιο το σχολείο και ας μην έχει το δημαρχείο, που πρέπει να μπεις με τα εσώρουχα μέσα γιατί πεθαίνεις από τη ζέστη.
(Πώς έτσι με την πολιτική; Παλιά ιστορία ή τώρα που είναι μόδα να βλέπεις διάσημους να στολίζουν ψηφοδέλτια;)

Πρώτα είμαι πολίτης.
Είμαι παλιός ρηγάς, κουβαλάω μια πορεία. Είμαι πολίτης. Όπως συμβαίνει παντού και τους παλιούς και τους καινούργιους και το καλό και το κακό προϊόν τα βάζουν στο ίδιο ράφι και σε τρώει η μαρμάγκα μέσα από αυτήν την πρακτική. Δεν μπορείς να κάνεις κι αλλιώς. Επειδή έχουμε ανόητους πολιτικούς δεν πρέπει να ασχοληθούμε κι εμείς; Πώς θα αλλάξει αυτό το πράγμα; Πώς θα πάει παρακάτω;

(Και γιατί ο δήμος; Έχουν τη δυνατότητα οι δήμοι να μπορούν να κάνουν πράγματα και να αλλάξουν τα πράγματα;)

Μόνο οι δήμοι, οι γειτονιές και οι μικρές κοινωνίες.
Όταν έβγαλα τα παιδικά βιβλία, με τον Μπίλη Καντίλη, που έχουν να κάνουν με την οδική ασφάλεια και την οδηγική συμπεριφορά, άρχισε ο Αχιλλέας να κάνει ποδήλατο με κράνος. Άρχισε μετά και το παιδί από απέναντι. Σε λιγότερο από τρεις μήνες, όλος ο δρόμος και όλα τα πιτσιρίκια έκαναν με κράνος. Φόρεσαν και οι γονείς τους κράνος. Στο εξάμηνο έπαψαν να περνούν αυτοκίνητα κι έπαιζαν τα παιδιά μπάλα κι έκαναν ποδήλατο. Άμα συμβαίνει αυτό στο δικό μας το δρόμο, μπορεί να γίνει σε κάθε δρόμο. Αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι. Στην πραγματικότητα εγώ αποφάσισα ότι το δικό μου το παιδί πρέπει να είναι ασφαλές. Τα παιδιά κάνουν αυτό που βλέπουν. Και βλέπουν τους γονείς τους. Οι γονείς δείχνουν στα παιδιά τους τι θα κάνουν. Ο γονιός για το παιδί του είναι Θεός.

(Έχει σχέση με το Θεό;)

Πιστεύω στο Χριστό, όπως πιστεύω και στον Τσε. 
Δεν ξέρω αν υπάρχει Θεός. Δε θα αναφερθώ στο ότι αν ο Θεός είναι καλός γιατί υπάρχει αδικία στον κόσμο. Αν ένα πλάσμα είναι δίκαιο φροντίζει τα πράγματα δίκαια. Μπορεί και να υπάρχει Θεός. Αλλά με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι δίκαιος.

(Η ΑΕΚ είναι Θεός;)

Το ποδόσφαιρο είναι χώρος άσκησης εξουσίας.
Αυτή τη στιγμή έχει έναν πολύ καλό προπονητή που πρέπει να τον προστατεύσουμε γιατί είναι καθαρός, ο οποίος και την έχει πληρώσει αυτήν την καθαρότητα, αλλά και δικαιώθηκε. Ο χώρος του ποδοσφαίρου είναι κι αυτός ένας χώρος άσκησης εξουσίας και χειραγώγησης του πλήθους. Όπως έλεγε κι ο Γρηγόρης ο Ψαριανός κάποτε, όταν βλέπεις ένα καλό παιχνίδι, είναι σα να βλέπεις ένα έργο τέχνης. Τώρα δε μαθαίνουν να παίζουν ωραία, μαθαίνουν να είναι πρώτοι, όχι να είναι καλοί. Το «καλός» έχει μετατοπιστεί. Κάποτε είχε άλλη έννοια. Από πίσω συμβαίνει ό,τι πιο βρόμικο μπορεί να συμβεί για να χειραγωγούνται τα πλήθη, όπως ψεύτικες εντάσεις. Θα ήθελα να αλλάξουν όλα, να το πάμε απ’ την αρχή, να πηγαίνω στο γήπεδο όπως πηγαίναμε κάποτε και κάναμε πλάκα. Τώρα ταυτίζουν την ομάδα τους με το σπίτι τους. Μας έκαναν να πιστεύουμε ότι η ομάδα είναι ιδέα. Πρέπει να αλλάξουν οι άνθρωποι. Για να αλλάξουν, πρέπει να εκπαιδευτούν. Να αλλάξει ο τρόπος που εκπαιδευόμαστε και το αξιακό μας σύστημα. Κι αυτό να ξεκινάει από το σπίτι.

(Πράγμα που δε θα συμβεί ποτέ. Γιατί πόσο εύκολο είναι ο γονιός που έμαθε έτσι, να περάσει κάτι άλλο στο παιδί του;)

Δεν υπάρχει άδολη αγάπη.
Ο εκπαιδευτικός (υπάρχουν καλοί, κακοί, μέτριοι) έχει να διαχειριστεί τα 20 διαφορετικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα 20 διαφορετικά παιδιά. 20 προβλήματα που δεν είναι δικά του, πρέπει να τα λύσει. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε εμείς τα παιδιά μας κι ο δάσκαλος να το πάρει και να το πάει πιο πέρα. Πρέπει να ασχοληθούμε εμείς με τα παιδιά μας γιατί τα παιδιά βλέπουν το μέλλον. Να παραδεχτούμε ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως τα βλέπουν. Να παραδεχτούμε ότι παλιώνουμε και να τους δώσουμε την ευχέρεια να υπάρχουν, για να τη δώσουν και στα δικά τους τα παιδιά. Ό,τι πάρουν θα δώσουν και αντιστρόφως. Δεν ισχύει αυτό που λένε οι ανά τον κόσμο ερωτευμένοι ή η εκκλησία ότι η αγάπη είναι άδολη. Δε γίνεται να αγαπάς χωρίς να αγαπιέσαι.

(Από δω το πάμε, από κει το φέρνουμε, στον κοινωνικό προβληματισμό το γυρίζουμε. Δε μας λες και τι κάνεις αυτόν τον καιρό;)
Δε γλιτώνει από τη Θράκη.
Είναι να ανέβω πάνω (εμείς οι Θρακιώτες, όταν λέμε πάνω, εννοούμε τα χωριά μας) να κάνω μια ταινία μικρού μήκους. Η οποία είναι σε ντοπιολαλιά. Κάποια παιδιά είχαν κάνει ένα θεατρικό έργο, σε ντοπιολαλιά. Είναι τρεις Αμερσούδες (εντάξει, νομίζω ότι μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε Θρακιώτικα μετά απ’ αυτό) που πάνε και θάβουν όλον τον κόσμο. Μου πρότειναν να το κάνουν σίριαλ και να παίξω, να το σκηνοθετήσω, δεν ήθελα. Βαρέθηκα να παίζω. Άσε που υπάρχουν δυσκολίες για να γίνει ένα σίριαλ. Τους πρότεινα να το κάνουν ταινία μικρού μήκους και να πάει σε φεστιβάλ, να διεκδικήσει βραβεία και να είναι κάτι δικό τους. Είναι μια τύπισσα που παντρεύεται δημάρχους. Γνωρίζει τον επόμενο όταν χάνει τον προηγούμενο.

(Εμένα αυτό μου θυμίζει μια Θρακιώτικη ιστορία που έγινε τραγούδι, δε λέω τη συνέχεια, ούτε βέβαια το τέλος, να πάτε να τη δείτε. Τον ρωτάω αν εκτονώνεται στο facebook, αν εκφράζεται μέσα από αυτό, αν είναι εξαρτημένος από αυτό).

Κάθε πρωί, τσιγάρο και facebook.
Καμιά φορά, μια φορά το μήνα μπορεί να τύχει να γράψω πέντε αράδες. Και στη δουλειά, έχω φτάσει σ’ ένα επίπεδο –δεν είναι απαραίτητα καλό ή κακό επαγγελματικά- που είμαι απ’ έξω από αυτό το πράγμα. Το βλέπω απ’ έξω και τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό. Είναι τόσο ανούσιο, τόσο μάταιο, τόσο ψεύτικο και τόσο κατευθυνόμενο όλο αυτό που συμβαίνει, που δεν έχεις λόγο να ασχολείσαι. Η αντανακλαστική αντίδρασή μου σ’ αυτό που συμβαίνει δεν είναι ο θυμός ή η χαρά, δεν έχει συναίσθημα. Σκέφτομαι τι είναι πίσω από αυτό. Ξαφνικά μπαίνει στο φβ ένας ιός. Τον έβαλαν για να καταστρέψουν τον κόσμο; Κάτι μετράνε μ’ αυτό το πράγμα. Την εξάρτησή μας. Ο κόσμος όμως αντιδρά με πανικό. Η ζωή μας είναι το φβ. Το κάνω κι εγώ. Το πρωί τσιγάρο και facebook. Είναι και αυτή μία επαφή με τον κόσμο. Μπαίνω και βλέπω τι κάνουν οι φίλοι μου και οι δικοί μου άνθρωποι. Αυτό είναι το καλό κομμάτι. Το άλλο είναι η εξάρτηση.
Όλοι είμαστε εξαρτημένοι από κάποια πράγματα. Το ζητούμενο είναι να ορίζουμε και να επιλέγουμε και την εξάρτησή μας και πότε θα απεξαρτηθούμε.

Δε ρωτάω άλλα για να μην ξημερωθούμε (αν και η συνάντηση έγινε πρωί). Νομίζω πως δεν είπαμε τελικά τίποτα για όλα αυτά που κάνει. Μια άλλη φορά, θα οργανώσουμε μια ολονυχτία, και θα μιλήσουμε και για τις μηχανές, το θέατρο και το τραγούδι.

Δουλειά που πέταξα (χωρίς να είναι για πέταμα) στο living in the city

Δεν υπάρχουν σχόλια: