Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Αγάπη μου, σκάσε και περπάτα!


Γενικά περπατάω γρήγορα. Όχι με γρήγορο βηματισμό, αλλά με μεγάλα βήματα. Και βαριά να συμπληρώσω, διότι ε, ένα βάρος κι ένα ζοριλίκι το έχουμε. Αλλά πάω να ξεφύγω από το θέμα εγώ τώρα. Όταν λοιπόν περπατάω, δε βλέπω τι γίνεται γύρω μου. Κοιτάω τον προορισμό μου. Αυτό θα μου πεις τώρα, πρέπει να το εφαρμόσω γενικά στη ζωή μου, αλλά εκεί συνέχεια αφαιρούμαι, ψάχνομαι και ξεφεύγω. Αλλά και πάλι πάω να ξεφύγω από το θέμα. Ας αφήσω τις εισαγωγές κι ας μπω στο ψητό γιατί το βλέπω, πάλι θα πάω εκεί που κοιτάω και θα ψάχνομαι.
Περπατούσα βράδυ στο Κολωνάκι και δεν είχα κανένα ενδιαφέρον να κοιτάξω γύρω μου. Κοιτούσα μπροστά μου. Και εκεί τους είδα. Έκοψα ταχύτητα. Ήταν από τις γυναίκες που δεν παιρνούν απαρατήρητες. Και το άρωμα με το οποίο είχε λουστεί πατόκορφα, με είχε ζαλίσει. Περπατούσε με μικρά νευρικά βήματα, πάνω στα πανύψηλα τακούνια της. Δε γινόταν να μην τα προσέξω. Πίσω ήταν χρυσά και μπροστά μαύρα. Το πλαϊνό κόψιμο, ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον. Περίτεχνο. Κάτι σαν φιόγκος, κάτι σαν πεταλούδα, κάτι σαν δαντέλα, κάτι σαν κοφτό λευκαδίτικο... δεν μπόρεσα να το προσδιορίσω. Αυτό πάντως που υπήρχε στο παλτό της, ναι ήταν φιόγκος. Ξεκάθαρα. Σατέν φιόγκος δεμένος πίσω στη μέση. Κρατούσε και μια τσάντα μαύρη, σκληρή και συμπαγή, κρεμασμένη σε χοντρή χρυσή αλυσίδα. Το μαλλί της έφτανε στην πλάτη και ήταν φρεσκοκουρεμένο. Ούτε τρίχα δεν περίσσευε από την ευθεία που σχημάτιζε. Και φρεσκοχτενισμένο. Ούτε τρίχα δεν πετούσε.
Δίπλα της και καμιά φορά πίσω της, αλλά πάντα κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας, περπατούσε αυτός. Διακριτικά και αθόρυβα. Σαν καλά εκπαιδευμένο σκυλί. Σαν υπνωτισμένος. Μπορεί να έφταιγε το άρωμά της. Αυτός ήταν... δε θυμάμαι. Και φορούσε... δε θυμάμαι. Ποιος θα γυρίσει να τον κοιτάξει όταν δίπλα του είναι αυτή; Ε, δεν τον κοίταξα ούτε εγώ.
Αυτή, δεν το έκλεινε. Έκανε παρατηρήσεις, σχολίαζε, έδινε εντολές. Αυτός μουγκός. Ούτε ναι, ούτε όχι, ούτε ένα σχόλιο, τίποτα. Είμαι σίγουρη ότι όταν μιλούσε, έτρωγε σφαλιάρα από τη σκύλα. Και, άντε, όταν είναι οι δυο τους, μπορεί και να το ευχαριστιέται, αλλά μπροστά σε κόσμο... τι θα πει ο κόσμος; Σε κάποια φάση, αυτή γύρισε να κοιτάξει μια βιτρίνα και είδα και το πρόσωπο. Το μακιγιάζ ήταν όσο και το άρωμά της. Και το μάτι άγαρμπα βαμμένο, με χοντρή μαύρη γραμμή, βλεφαρίδα κάγκελο και αστραφτερή σκιά. Σκέφτηκα πόσο πολύ θα ήθελα να δω πού πάει και να τη δω να βγάζει το παλτό της. Αλλά δεν ήταν δύσκολο να μαντέψω τι θα έβλεπα. Μαύρο φόρεμα με χρυσές λεπτομέρειες και όλα τα χρυσά κοσμήματα του γάμου πάνω της.
Κάποιος θα σκεφτόταν ότι μισιούνται. Αλλά εγώ νομίζω ότι πρόκειται για ένα πραγματικά ευτυχισμένο ζευγάρι. Αυτό σκέφτηκα καθώς τους προσπερνούσα, γιατί αυτό το άρωμα με είχε υπνωτίσει.
Αυτός, άβουλος και παθητικός, βρήκε τη γυναίκα που τον άγει και τον φέρει, όπως έκανε κι η μαμά του. Αυτή, υστερική και κακομαθημένη, βρήκε τον άντρα που ικανοποιεί χωρίς πολλές κουβέντες όλες τις ιδιοτροπίες της, όπως έκανε κι ο μπαμπάς της. Αυτός, ολοφάνερα ευνουχισμένος, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς άποψη, πιστό σκυλί της ευνουχίστριάς του. Και είμαι σίγουρη ότι τον γαμάει κι αυτή μένει αγάμητη. Και είμαι σίγουρη ότι έτσι τη βρίσκουν κι οι δυο.
Αχ! Και να μπορούσαμε να πετύχουμε κι εμείς αυτή την ευτυχία!

Δεν υπάρχουν σχόλια: