Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Στην παραλία του ιδιώτη

Με χαλάει ο Αύγουστος. Φεύγουν όλοι και μένουμε μόνοι μας. Αυτό βέβαια είναι το καλό της υπόθεσης και η παρηγοριά μου. Με χαλάει όμως γιατί μου θυμίζει τις εποχές που πηγαίναμε διακοπές. Και τις καλύτερες στιγμές τους. Οι οποίες δεν ήταν το κωλοχτύπημα στα κλαμπ, δεν ήταν οι γκουρμεδιές στο ακριβό ρεστοράν, το τίγκα στους σελέμπριτις, δεν ήταν το άραγμα κάτω απ’ τον ήλιο με το μοχίτο στο χέρι πάνω στη χρυσοπληρωμένη ξαπλώστρα. Ήταν κάτι βράδια στην παραλία, με το φεγγάρι να σπάει το σκοτάδι, με αεράκι, παφλασμό, βαρκούλες, φώτα στο βάθος, μπίρες και πιτόγυρα.
Με αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσα να πω πως πέρασα μια νύχτα διακοπών. Μέσα στην πόλη, στα τρεχάματα, στα ζόρια, στα άγχη, έκανα ένα διάλειμμα, σε απόσταση αναπνοής από το κέντρο της πόλης, σε παγκάκι δίπλα στη σκοτεινή θάλασσα της Γλυφάδας.
Όλα ήταν εξαιρετικά και ικανά να με πάνε αλλού. Μου έλειπε μουσική. Κάτι σε ρεμπέτικο, η φωνή του Παγιουμτζή ή της Παπαγκίκα, που θα ακουγόταν ίσως μέσα από μια βάρκα, σε χαμηλή ένταση, όσο χρειάζεται για να υπάρχει ένα μουσικό χαλί στην ευχάριστη στιγμή. Το αντίθετο με αυτό που συνέβη όταν ανέβηκε η ένταση της μουσικής (έτσι πρέπει να γίνεται τα βράδια) σε παρακείμενο μπαρ της παραλιακής. Για την ακρίβεια, από εκεί που υπάρχει μια περίφραξη (αυτή που σου υπενθυμίζει ότι η θάλασσα δεν είναι δημόσια), μπαίνεις με το αμάξι σου, πληρώνεις, περιμένεις στην ουρά για να σου το πάρει ο παρκαδόρος (και να το βάλει εκεί που ξέρει), μπαίνεις σε μία πολυτελή κατασκευή φτιαγμένη πλάι στο κύμα (το οποίο δε λέει να γίνει τσουνάμι και να την ξηλώσει), όπου χρυσοπληρώνεις την παρουσία σου εκεί, το ποτό σου και τη μουσική που σου παίρνει τα αυτιά, πληρώνεις για να ακουμπήσεις σε ξαπλώστρα (που έχει κάνει απόσβεση από την πρώτη μέρα που στήθηκε στην «ιδιωτική» παραλία), πληρώνεις και για τη χρήση της άμμου, της θάλασσας, της σκιάς του δέντρου, του αέρα που αναπνέεις.
Γενικώς, ένα ενοχλητικό μπιτ που καμιά φορά γινόταν αφρομπίτ ή ρέγκε (γιατί τους είπαν ότι είναι μουσικές από εκεί που είναι πάντα καλοκαίρι και όλοι τσιλάρουν χαλαρά,  και κανείς δεν τους ενημέρωσε πως πρόκειται για τραγούδια με κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο κι ότι μιλάνε για φτώχεια, για σκλαβιά και για καταπίεση από καταπατητές πρώην ελεύθερης και νυν ιδιωτικής γης) ερχόταν από την περιοχή όπου η πρόοδος και η ανάπτυξη δίνουν τον αγώνα τους, στο σημείο που κάποιοι επέλεξαν είτε να ψαρέψουν είτε να αράξουν με τρόπο υποανάπτυκτο.
Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, θα ήταν δεδομένη η ελεύθερη πρόσβαση στην παραλία. Χωρίς περιφράξεις, χωρίς παρκαδόρους, χωρίς πολυτελείς κατασκευές, χωρίς πολυτελείς ξαπλώστρες, χωρίς δυνατές μουσικές, χωρίς νταβατζήδες. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, θα υπήρχε σεβασμός στον τόπο και στο περιβάλλον. Οι πολίτες θα είχαν ιδέα από ποιοτική διασκέδαση και θα θεωρούσαν βαρβαρότητα αυτά τα υστερικά ντεσιμπέλ. Θα θεωρούσαν ιερή υποχρέωσή τους να μην πατήσουν το πόδι τους στον περιφραγμένο χώρο, να μην αφήσουν το χρήμα τους σ’ αυτόν που τους απαγορεύει την πρόσβαση σε κάτι που είναι δικό τους. Θα του υπεδείκνυαν με τον τρόπο τους το ακριβές σημείο στο οποίο μπορεί να τοποθετήσει τις ξαπλώστρες του.
Θυμήθηκα μια άλλη βόλτα στην παραλία πριν από λίγο καιρό, όπου κάποιο πολυτελές κατάστημα από αυτά που είναι φυτρωμένα πάνω στην άμμο, είχε κλείσει με δικαστική νομίζω απόφαση (δεν έψαξα να βρω το λόγο) και το φυλούσε σεκιουριτάς ο οποίος απαγόρευε να πατάς και στο ξύλινο δάπεδο που είχε βάλει πάνω στην άμμο. Στην άμμο ΜΟΥ. Στην άμμο ΜΑΣ. Πήγα να τσεκάρω την κατάσταση και στα περιφραγμένα. Σεκιουριτάδες-αμοιβάδες παντού, σε μία έκταση αρκετών στρεμμάτων, έτοιμοι να σε πάρουν σηκωτό και να σε πετάξουν έξω, αν τολμήσεις να παραβιάσεις την ιδιωτικότητα της παραλίας που κλήθηκαν να προστατεύσουν.
Με φαντάστηκα σε θέση δικτάτορα, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να επιβληθεί αυτό που θα κατέβαινε στη συνέχεια στο μυαλό μου, αφού όταν παίρνονται αποφάσεις με δημοκρατικές διαδικασίες για να οριστεί ο τρόπος χρήσης κάποιων χώρων, όλο και κάποιος εμφανίζεται με κολλητιλίκια με μεγαλοπαράγοντες και με συμφέροντα για τσέπες καρχαριών, πιράνχας και τρωκτικών.
Θα επέβαλλα, δια ροπάλου και κωλοδάχτυλου, ξήλωμα οποιασδήποτε κατασκευής εμποδίζει την ελεύθερη διέλευση των ανθρώπων στις παραλίες, αλλά και οποιασδήποτε κατασκευής δε σέβεται και δεν είναι απολύτως προσαρμοσμένη στο περιβάλλον. Θα επέβλεπα αυτοπροσώπως τις εργασίες ξηλώματος, και για την καύλα και τη συγκίνηση που θα μου χάριζε το θέαμα, αλλά και επειδή θα φοβόμουν ενδεχόμενη εξαγορά του μπουλντοζιέρη (τι πιο φυσικό στην Ελλάδα που ζούμε) από τους ανθρώπους των συμφερόντων που λέγαμε.
Όταν θα είχαν γίνει όλα λαμπόγυαλο, θα ακολουθούσε η διαμόρφωση του χώρου. Με απόλυτη αυστηρότητα, θα κατασκευάζονταν παραλιακές διαδρομές χωρίς τέλος και χωρίς διακοπή, οι οποίες θα δίνανε τη δυνατότητα στον περιπατητή να διακόψει όπου του κάνει κέφι και να ρίξει μια βουτιά ή να καθίσει σε ένα παγκάκι ή να αράξει σε μια σκιά, ή να φάει, να πιει τον καφέ του, το ποτό του, σε κάποιον από τους χώρους που θα υπάρχουν, οι οποίοι θα είναι με την ίδια αυστηρότητα προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον. Και ως κατασκευές και ως ήχοι και ως φιλοσοφία. Και οι σεκιουριτάδες-αμοιβάδες, θα προγραμματίζονταν έτσι ώστε να πατάσσουν όποιον υπερβαίνει τα όρια της απλότητας, της σεμνότητας και του σεβασμού στο περιβάλλον.
Μα, θα μου πεις, εδώ αγωνιζόμαστε για την ανάπτυξη. Για να έρθουν οι τουρίστες και να καταναλώσουν, για να ξεδώσει ο ντόπιος, για να ξεπλύνει… εεε, συγνώμη, λάθος, για να κερδίσει ο επιχειρηματίας και να μοιράσει μεροκάματα στους εργαζόμενους. Όχι για να πάμε 100 χρόνια πίσω.
Και ποιος σου λέει ότι θέλω να απαγορεύσω την κατανάλωση; Την ασυδοσία θέλω να απαγορεύσω. Τη μανία για υψηλό κέρδος και χαμηλή ποιότητα. Και να προωθήσω την εκπαίδευση του πολίτη να αναγνωρίζει την ποιότητα. Την ικανότητά του να αναζητά το ωραίο, το αξιόλογο, να σέβεται και να απαιτεί σεβασμό. Πράγμα δύσκολο για τον αρχοντοχωριάτη Έλληνα που μέχρι χτες νόμιζε ότι είναι βασιλιάς.
Και είμαι σίγουρη πως οι τουρίστες δεν πάνε στην παραλία για να ακούσουν υστερικούς ήχους. Αυτούς τους ακούν μέσα στις πόλεις. Άσε που οι ανυποψίαστοι έχουν άλλα πράγματα στο μυαλό τους για την ελληνική κουλτούρα (εντάξει, λέμε και κανένα αστειάκι) και όχι αυτόν τον κανιβαλισμό που συναντούν.
Καιρός να αλλάξουμε. Και σκέψη και φιλοσοφία και κουλτούρα και να πάψουμε να κακοποιούμε τον τόπο μας, να πάψουμε να χέζουμε εκεί που τρώμε, να σεβαστούμε το περιβάλλον, να αγωνιστούμε για να το σεβαστεί κι ο διπλανός, να απαιτήσουμε σεβασμό, να μην πληρώνουμε τους σοδομιστές του τόπου μας, τους σοδομιστές μας. Όταν τα καταλάβουμε όλα αυτά, θα γίνει ο τόπος μας καλύτερος. Αλλά επειδή είμαστε τόσο αποχαυνωμένοι, δεν υπάρχει ελπίδα.
Αυτή η διαπίστωση με έκανε και ξύπνησα. Τέτοιο μεγαλειώδες όνειρο πήγε χαμένο εξαιτίας μιας κωλοφάρας ηλιθίων που αποτελώ κομμάτι της. Το δυνατό ρυθμικό γκιουμ-γκιουμ που ακουγόταν από το βάθος, ένιωθα να χτυπάει στο στομάχι μου και να μου ανακατώνει το πιτόγυρο. Ούτε τις διακοπές μας στην πόλη δεν μπορούμε να απολαύσουμε με τους κανιβάλους γύρω μας.


Φωτογραφία δεν είχα δική μου. Αλλά βρήκα αυτήν από εδώ που πρέπει να είναι από το ίδιο παγκάκι. 








Δεν υπάρχουν σχόλια: