Δεν είναι δύσκολο να συναντήσεις τον Κωνσταντίνο Τζούμα περπατώντας στο Κολωνάκι. Ακόμα πιο πολλές πιθανότητες έχεις να τον πετύχεις στο Φίλιον. Και είναι πολύ εύκολο να μιλήσεις μαζί του. Αν μάλιστα η αύρα σου τού κάνει αίσθηση, θα σου μιλήσει πρώτος. Στο Φίλιον μας είχε πει ότι θα βρίσκεται το μεσημέρι Σαββάτου που πήγαμε να τον συναντήσουμε. Όταν φτάνει ο Τζούμας στο γνωστό καφέ της Σκουφά, και στην άλλη άκρη να κάθεσαι, το καταλαβαίνεις από την αναστάτωση. Περνάει από τα μισά τουλάχιστον τραπέζια και ανταλλάσσει κουβέντες με γνωστούς και φίλους του. Μέχρι να καθίσει και να έρθει το τσάι του. Τον πήραμε από την παρέα του και μετακομίσαμε σε πιο ήσυχο τραπέζι. Κρατούσε μια τσάντα από κατάστημα. Είχε κάνει στάση, καθώς ερχόταν, να αγοράσει ένα φουλάρι. Είναι ένα τέχνασμα με το οποίο προσπαθεί να ξεγελάσει την κατάσταση.
«Πρέπει να συντηρήσω την ψευδαίσθηση ότι η ζωή συνεχίζεται, ότι το λούσο, η κοκεταρία και η αισθητική που με έχουν αναθρέψει, δεν έχουν χλομιάσει και δεν έχουν υποχωρήσει. Δηλαδή η ιδέα τού τι κάνεις κανονικά, με γοητεύει πάρα πολύ. Ξέρω ότι δεν είναι έτσι, δεν είμαι πια τόσο ξεμυαλισμένος, ούτε βέβαια τόσο απελπισμένος άρα άμυαλα εξεγερμένος. Κάπου διάβαζα αυτές τις μέρες για το πρόβλημα που είχαν στον εμφύλιο αυτοί που δεν ήταν ούτε με τους μεν ούτε με τους δε. Αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου. Δεν είμαι ούτε με τον Ολυμπιακό ούτε με τον Παναθηναϊκό, ούτε με το κόκκινο ούτε με το μπλε ούτε με το πράσινο, ούτε με το μαύρο. Με καμία ιδεολογία. Έτσι φτιάχνω τη δική μου κοινωνία με κάτι άγραφους νόμους, με σεβασμό στους έρωτες, στη φιλία, τις γεύσεις, τα ταξίδια, το γούστο, τη συναναστροφή και μ’ αυτό πορεύομαι. Αυτό δεν το αλλάζω με τίποτα».
Πιστεύει πως η τέχνη είναι μαγεία και αυτός ήταν ο στόχος του όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτήν. Δεν του αρέσει να βλέπει καλλιτέχνες που τους έχει γραπώσει, όπως λέει, από το σβέρκο μια ιδεολογία και τους κατευθύνει. Η κρίση δεν τον αλλάζει. Παρά το ότι πιστεύει πως πρόκειται για πόλεμο και έχει απώλειες, και μέρος των απωλειών είναι κι αυτός.
«Δεν είμαι βαθυστόχαστος για να σκεφτώ το μέγεθος της καταστροφής, είμαι επιπόλαιος άνθρωπος που θέλει να θερίζει τον αφρό των ημερών. Έτσι θα πορευτώ. Δεν πρόκειται να αλλάξω εξαιτίας του ότι κουκουλοφόροι κυκλοφορούν, άμυαλοι εξεγερμένοι αγανακτούν, αντιεξουσιαστές μιλάνε για ζαβαρακατρανέμιες. Είναι ένας κόσμος που δε με αφορούσε ποτέ και δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να με αφορά τώρα, που είμαι ένας άνθρωπος λεηλατημένος από το χρόνο, με όχι αντοχές στα ερωτικά, κάθομαι σε μια κερκίδα με φαρμακευτική αγωγή και παρακολουθώ τα δρώμενα. Κάποτε στροβιλιζόμουν στην αρένα με χάρη».
Δεν τον θλίβει που δεν μπορεί να στροβιλιστεί ακόμη. Έχει ανακαλύψει τρόπους για να απολαύσει τη ζωή του και έτσι. Στο δρόμο πειράζει γυναίκες, φυσάει τα μαλλιά τους να ξεκολλήσουν από το λαιμό τους. Δεν τον ενδιαφέρουν φροϋδικές εξηγήσεις, αλλά πιστεύει ότι ένας λαιμός κι ένα μαλλί προσφέρονται για ανέμισμα. "M’ αρέσει να παίζω το ρόλο της αύρας" λέει. Πιστεύοντας ότι αυτό μπορεί να είναι και σαχλαμάρα, επιμένει ότι κάποιος σαν αυτόν, που, όπως τονίζει, δεν είναι βαθυστόχαστος, δεν έχει λόγους να μην το κάνει, αφού περνάει καλύτερα ο χρόνος έτσι.
Στην εποχή της κρίσης βλέπει ότι υπάρχει δίκιο σε όσους υποφέρουν, όσους δεν έχουν χρήμα ως μέσο για να έχεις πρόσβαση στις τέχνες, στα ταξίδια και στις γεύσεις. Το χρήμα και η περιφρόνησή του είναι η χρήση και όχι ιδιοκτησία, δηλώνει. Δεν μπορεί να κάνει ταξίδια πλέον. Πιστεύει ωστόσο πως θα έρθουμε κοντά ο ένας στον άλλον όπως τότε με το μεγάλο σεισμό, τότε που ακόμη και η «κίτρινη λαίλαπα» όπως τη χαρακτηρίζει, είχε γίνει ευγενική. Οξύνει και τις διαφορές, αλλά είναι στο χέρι μας να το διαχειριστούμε.
Ο ίδιος αγανακτεί μεν, εκτονώνεται δε, μέσω της εκπομπής του. Προσπαθεί πάντως να το κάνει με στυλ χωρίς να δίνει γροθιές στα στομάχια των ακροατών. Επιδιώκει να είναι βελούδινος. Δεν του αρέσει να τα χώνει, κι ας το κάνει συχνά. Πιστεύει πως ζούμε σε μια επιπόλαια χώρα, ότι το DNA μας είναι ποτισμένο με το εφήμερο, ότι η Ελλάδα δε λειτούργησε ποτέ γιατί δεν υπάρχει κανένα σύστημα.
«Παλεύουν ενάντια στο σύστημα. Μα δεν έχει η Ελλάδα σύστημα. Δεν είναι Ρωσία, ούτε Κίνα, ούτε Αμερική που έχουν ένα συμπαγές σύστημα το οποίο μπαίνεις στον πειρασμό να το υπονομεύσεις, να το αμφισβητήσεις, να παίξεις μαζί του. Οι διαχειριστές της εξουσία είναι σαν τις θείες σου, που με το που θα σε γνωρίσουνε, αντί να ασχοληθούνε με τα προβλήματα που κουβαλάς προς επίλυση, σε ρωτάνε τίνος παιδί είσαι κι από ποιο μέρος είσαι και κάτι γραφικότητες. Το ίδιο και τα αστυνομικά τμήματα. Είναι αυτό εξουσία; Έχει σχέση με τη Γερμανία, με τη Μόσχα που παγώνει το αίμα σου με την έφιππη αστυνομία;»
Τον ενοχλεί η άνευ λόγου μαγκιά του δεκαεξάχρονου, που γεμίζει τους τοίχους με «φτηνά συνθήματα», με τα οποία γέμισαν η Ακαδημία και τα κτίρια της Πανεπιστημίου. Θεωρεί ναρκισσιστικές τις συμπεριφορές τους και την απαίτησή τους να έρθει ο κόσμος στα μέτρα τους. Πιστεύει πως ο κόσμος θέλει πολύ χρόνο για να αλλάξει και πως η τέχνη θα παίξει σημαντικό ρόλο, αρκεί να μη λαϊκίζει. Κι ο ίδιος κάνει ό,τι μπορεί μέσα από τη δουλειά του.
Είναι φανατικά κατά της τεχνολογίας και δε σκοπεύει να ασχοληθεί ποτέ. Δεν του αρέσει να δηλώνει πως έχει «κοινό» και πιστεύει πως απλώς είναι δημοφιλής επειδή, μέσω της εκπομπής του, μπαίνει στα σπίτια του κόσμου. Και, ασφαλώς, αποφεύγει να χρωματιστεί και δεν του αρέσει που το κάνουν άλλοι γνωστοί και δημοφιλείς άνθρωποι του χώρου του.
«Πιστεύω ότι δεν έχουν πολύ μυαλό. Το έξυπνο πουλί που πιάνεται από τη μύτη. Η φάκα με το τυρί στήνεται. Το θέμα είναι το δαγκώνεις το τυρί; Εγώ δε θα ήθελα ούτε να το δαγκώσω ούτε να στήσω τη φάκα. Δε μ’ αρέσει να παγιδεύω, να κατακτώ. Μ’ αρέσει να κάνει ο καθένας ό,τι γουστάρει, αρκεί να έχει υπόψη του την παλιά φράση περί μαγκιάς: Μάγκας είναι αυτός που κάνει το δικό του, χωρίς να ενοχλεί το διπλανό του. Δε θέλω ν’ αλλάξω τη ζωή κανενός. Και δεν κρύβω ότι έχει και μια ιδιοτέλεια. Δε θέλω να γίνουμε πολλοί. Θέλω να είμαι ξεχωριστός. Να είμαστε λίγοι αυτοί που διαφέρουν. Η ιδέα ότι ξαφνικά όλοι θα είναι καλόγουστοι, ευαίσθητοι, με χιούμορ, θα σέβονται τα πάντα, με τρομάζει. Και δεν υπάρχει πουθενά. Πάντα υπάρχει το κακό που πάει κόντρα σε όλα τ’ άλλα, αλλά η εκδίκηση του καλού το απορροφά και το αλέθει».
Με την ευκαιρία της αναφοράς στο καλό και το κακό, θυμάται τον καιρό που σουλατσάριζε στη Νέα Υόρκη και βρέθηκε τυχαία στο Χάρλεμ στις 3 τη νύχτα, ντυμένος έτσι όπως μόνο αυτός θα μπορούσε να ντυθεί.
«Είχα βγει από ένα μπαρ, λιώμα από μαριχουάνα, ήταν η πρώτη μου εβδομάδα εκεί και δεν ήξερα από πού πάνε και περπατώντας για να βρω ένα μετρό, βρέθηκα στο Χάρλεμ. Κατάλαβα ότι κάτι έχει αλλάξει. Κάτι πιτσιρικάδες μου ζήτησαν τσιγάρο κι έτσι όπως ήμουν λιώμα, πέταξα το πακέτο. Πέρασε κι ένα αμάξι και σκόρπισε λάσπες και μου είπε “I like your style man”. Ρώτησα τους πιτσιρικάδες αν υπάρχει μετρό εκεί κοντά και με έστειλαν κάπου που ήταν όλοι μαύροι και γυρνούσαν κεφάλια και με κοιτούσαν. Η κοπέλα μου, που με φιλοξενούσε, με αναζητούσε και απόρησε πώς βγήκα ζωντανός από κει μέσα. Από αυτή την ιστορία συμπέρανα ότι φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. Με είδαν έτσι, με πέρασαν για Ιταλιάνο που έχει σαρανταπεντάρι πάνω του ή τον ακολουθεί μια λιμουζίνα. Εγώ είχα βγει μια βόλτα στη νύχτα. Άλλα αντ’ άλλων δηλαδή. Εκτιμώ πολύ το άλλα αντ’ άλλων. Κι όταν συναντώ κανένα πλάσμα στα μπαρ το οποίο είναι κουφιοκεφαλάκι, αισθάνομαι μεγάλη τρυφερότητα. Έχω συναντήσει έρμαια σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και κάναμε πολύ καλή παρέα».
Στη δεκαετία του ‘80 και του ’90 αλώνιζε την Αθήνα και παρατηρούσε τον κόσμο.
«Συναντούσα κορίτσια που ήταν λιώμα σε παγκάκια και δείχνανε το μουνάκι τους μπας και η βραδιά αλλάξει, αγόρια που ήταν έτοιμα να καταρρεύσουν, ανθρώπους που είχαν ξεφύγει από κανένα κρασοπουλιό. Δεν είχα αίσθηση του κινδύνου και πάντα ήμουν τυχερός γιατί πάντα κάποιο ταξί περνούσε και με επέστρεφε στην ασφάλεια της γειτονιάς μου».
Αντιμετωπίζει με ψυχραιμία τη ζωή. Τον έφτιαξε η Νέα Υόρκη, όπως λέει. Εκεί κατάλαβε πως δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος. Και βλέπει τα πράγματα με μια χαλαρή διάθεση και συγχρόνως (αυτο)σαρκασμό και χιούμορ.
«Λένε καμιά φορά οι ακροατές: “Εσύ λες πράγματα πολύ σκληρά. Αυτή η περιφρόνηση που έχεις για οτιδήποτε λαϊκίστικο ή οι κορώνες για τους διαχειριστές της εξουσίας, δε φοβάσαι;” Τι να φοβάμαι; Ότι κάποιο σαλταρισμένο άτομο μπορεί να μου τινάξει τα μυαλά στον αέρα; Θα μυθοποιηθώ. Με δάφνινο στεφάνι. Ο Τζούμας έπεσε για τις απόψεις του. Είμαι 68 χρονών. Έχω περάσει μια χαρά, sex and drugs and rock’n’roll. Ε, ας φύγω μ’ αυτόν τον τρόπο».
Και επιστρέφει στην ελληνική εξουσία. Για να εκφράσει και πάλι την απογοήτευσή του για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις Χρειαζόμαστε προτάσεις, υποστηρίζει, που όμως δεν τις δίνει ούτε ο αγέλαστος κόσμος της πρωτοπορίας.
«Εμένα που είμαι υπέρ του γκέιμινγκ και του ξεσαλώματος των σκελιών, δε μου λέει τίποτα. Πέρασα κι από κει, ωραία ήταν, αλλά δεν άντεξε. Πέρασα από πολλούς χώρους, αλλά δεν αντέχανε πολύ. Είναι σαν κάτι επαρχιακές πόλεις που πας και σε δυο μέρες έχουν τελειώσει».
Δεν του αρέσει να δίνει συμβουλές και πιστεύει πως ο καθένας πρέπει να ψάχνει να βρει κάποιες πηγές για να μπορέσει να πορευτεί.
«Πορευόμαστε μόνοι, με τον ίδιο τρόπο που ονειρευόμαστε. Εγώ είχα μια περιπέτεια με την υγεία μου το 2004 και παρά τη συμπαράσταση των γιατρών, την περιποίηση και τη φροντίδα, σα να ήμουν αρχηγός κράτους, εγώ το πέρασα μόνος. Όπως και οι έρωτες, έτσι κι αυτά, είναι μοναχικά ταξίδια. Μόνος σου θα τα κάνεις. Ακόμα κι αν δεν ξέρεις αν θα βγεις νικητής. Διάβαζα τότε κάτι βιογραφίες κάτι ωραία βιβλία, τρυφερή που ήταν η νύχτα και ξεγελάστηκα».
Είναι ακόμα τρυφερή η νύχτα; «Είναι. Μόνο που πέφτει το βλέφαρο και δεν μπορώ να την απολαύσω. Ξεκινάω με τις καλύτερες προθέσεις να περάσω μια τρυφερή νύχτα και καταλήγω συντροφικά και γλυκά σε μια αγκαλιά. Εμένα μου κάνει, για τις παρτενέρ δεν ξέρω. Λένε ότι δεν έχουν πρόβλημα, αλλά υποπτεύομαι ότι το λένε από ευγένεια κι από τακτ γιατί είναι νέες και θα ήθελαν κάποιον να τις σπρώξει στο πάτωμα να τους βγάλει το ρούχο, να τους σκίσει το εσώρουχο και να μπει μέσα τους, με τις μπότες στα κρεβάτια των γυναικών…».
Είναι καλός φίλος των γυναικών και συζητούν τα πάντα. Του αρέσει να κάθεται με τις ώρες και να τις ακούει. Ακόμα και συζητήσεις τύπου sex and the city. Πιστεύει πως αν δε λατρέψεις τη γυναίκα, αν δεν την ανεβάσεις σε βάθρο, δεν μπορείς να ασχοληθείς μαζί της.
«Σε απολαμβάνω» του λέει μια κοπέλα που μπήκε στο μαγαζί. Κι αυτή και όλοι μας. Προφανώς γιατί και ο ίδιος απολαμβάνει τη δουλειά του. Το ραδιόφωνο είναι αυτό που κάνει τη μέρα του πιο ενδιαφέρουσα, γιατί του αρέσει να εκτίθεται χωρίς να έχει προγραμματίσει κάτι. Κουβαλώντας από το σπίτι του ακόμη και τις πιο δυσοίωνες σκέψεις, με το που ξεκινάει όλα αλλάζουν. Και διαπιστώνει ότι η ζωή είναι ωραία ή τουλάχιστον μπορούμε να προσπαθήσουμε να την κάνουμε καλύτερη. Μετά βλέπει τον κόσμο με άλλο μάτι. Πηγαίνει στο Φίλιον και, βλέποντας τους άλλους να επεξεργάζονται το δελτίο ειδήσεων της προηγούμενης μέρας, διαπιστώνει ότι ζει σε άλλο, καλύτερο κόσμο. Πιστεύει ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος γιατί ο Έλληνας βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό της τελευταίας στιγμής.
«Είναι όπως στο θέατρο όταν η πρόβα τζενεράλε είναι άθλια. Η όλη παράσταση βγάζει μια αίσθηση ανεπάρκειας. Την επομένη η πρεμιέρα είναι μαγική».
Αυτό που μας λείπει είναι η μετατροπή του αρνητικού σε θετικό. Το σκοτάδι δε μας ταιριάζει. Ούτε του αρέσει να βλέπει να παίζουν το ρόλο του κατατρεγμένου. Είμαστε επιθετικοί ο ένας απέναντι στον άλλον και με υπερτροφικό το εγώ μας. Μας αρέσει η σύγκρουση, τονίζει. Θεωρεί μπανάλ τα πρότυπα της τηλεόρασης και αντιπαραθέτει το υψηλό γούστο που προέρχεται μέσα από την τέχνη και τη λογοτεχνία. Ο ίδιος δεν αποκαλεί τον εαυτό του καλλιτέχνη. Προτιμάει να παρουσιάζεται ως κάτι άλλο.
«Είμαι ένας πλάνητας νομάς, ελπίζω με καλό γούστο, στη χειρότερη περίπτωση καλόγουστος κλέφτης».
Τον ρωτάμε αν θα ήθελε κάτι άλλο από τη ζωή του, όπως το να έχει παιδί.
«Και ναι και όχι. Θα ‘ταν ωραία να γνώριζα καμιά που να είχε ένα παιδί και να το μεγαλώναμε μαζί. Α προπό, τα παιδιά με λατρεύουν και με κοιτάνε με περιέργεια πιστεύοντας ότι ενώ είμαι παιδί σαν αυτά, αλλά πώς έχω μεγαλώσει έτσι;»
Περιγράφει ιστορίες με παιδιά κι η κουβέντα εξελίσσεται και πάει σε ιστορίες με μεγαλύτερους. Θυμάται την πρώτη φορά που τον έφεραν σε επαφή με το Λευτέρη Βογιατζή, θεωρώντας πως πρόκειται για δύο προσωπικότητες που έχουν πολλά να πουν μεταξύ τους.
«Στο τραπέζι που θέλανε να ακουστούνε ατάκες δεν έγινε τίποτα, ένα βράδυ όμως που τον πέτυχα στο δρόμο, του μίλησα για την καλλιτεχνική σου ζωή της Νέας Υόρκης. Με έβαλε να του διηγηθώ μια δωδεκάωρη παράσταση του Μπομπ Γουίλσον λεπτό προς λεπτό. Κράτησε όλη τη νύχτα. Προχωράγαμε και τα λέγαμε. Στο Καλλιμάρμαρο, στο Ζάππειο, όπου μέσα απ’ τις φυλλωσιές αγόρια της απωλείας σφυρίζανε και αλληλοχαϊδευόντουσαν. Ο Λευτέρης δεν το πίστευε. Αν του ‘λεγαν να περάσει μόνος του, θα το σκεφτόταν. Αλλά είχε τόσο ενδιαφέρον που χαμπάρι δεν πήραμε».
Θαύμαζε τον Βογιατζή, αλλά και νέους καλλιτέχνες, όπως ο Παπαϊωάννου, η Κιτσοπούλου, ο Μαστοράκης και άλλοι που θεωρεί ότι κάνουν καλές δουλειές. Βλέπει τους ηθοποιούς να αγωνίζονται σε αποθήκες και εργοτάξια, με ελάχιστα μέσα, όμως με άψογο αποτέλεσμα. Θεωρεί πως και στη μουσική γίνονται εξαιρετικές προσπάθειες. Του αρέσει ό,τι είναι ζωντανό και συνδιαλέγεται με το σήμερα. Θαυμάζει τους καθημερινούς ανθρώπους που παρατηρεί γύρω του. Ακούει διαλόγους σε μπαρ και βρίσκει ενδιαφέρουσες τις σκέψεις τους. Από πολιτικούς θαυμάζει την παθητική αντίσταση του Γκάντι και τα λουλούδια στις κάννες των τανκς στην Τσεχοσλοβακία. Οι πολιτικοί της Ελλάδας δεν του αρέσουν και ειδικά για τους ανθρώπους της τέχνης που ασχολούνται με την πολιτική, τους προτιμάει όπως ήταν πριν. Ωστόσο του έχει κάνει εντύπωση ο Σαμαράς, που κανείς δεν το περίμενε να μπορέσει να τα καταφέρει.
Δεν κάνει καταχρήσεις και απορεί με τον εαυτό του.
«Με εντυπωσιάζει ο εαυτός μου που παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια ως ενάρετος. Ενώ κάποτε ήμουν άσωτος εν μέσω λογίων, έχω γίνει λόγιος εν μέσω ασώτων. Λέει η παρέα να πάμε να ξενυχτήσουμε και δε με αφορά πια. Ό,τι ήταν να γίνει, έγινε. Τόσο μου κράτησε».
Δέκα χρόνια του πήρε να γράψει τα τρία του βιβλία. Θα ήθελε να γράψει μυθιστόρημα, αλλά δεν το παίρνει απόφαση. Παραμένει και στο γράψιμο κατά της τεχνολογίας και γράφει με χαρτί και στυλό. Έτσι νιώθει και λίγο Φλωμπέρ. Κι όπως λέει «άμα δεν έχεις τέτοια πρότυπα, ποιους θα έχεις; Μ’ αρέσει αυτή η εποχή. Εκεί που τελειώνουν τα κρινολίνα και μπαίνουν μέσα οι ντανταϊστές…».
Από κινηματογράφο αγαπάει όλους τους μεγάλους, Ευρωπαίους κυρίως, σκηνοθέτες. Ωστόσο φέτος πιστεύει πως κάτι έχει παγώσει. Περιμένει κάθε εβδομάδα να θα βγει καμιά καλή ταινία που θα τον κάνει να μπει σε μια σκοτεινή αίθουσα και να μοιραστεί με αγνώστους το μισοσκόταδο. Τις θεωρεί απλώς συμπαθητικές και περισσότερο δημοσιογραφικές από καλλιτεχνικές.
Νοσταλγεί τις εποχές που υπήρχαν χώροι φιλόξενοι για ανθρώπους με καλλιτεχνικές ανησυχίες.
«Τρία πέντε πράγματα που είχαμε εδώ μέχρι τη δεκαετία του 80, τα εξαφάνισε η εκδίκηση της γυφτιάς, η περιβόητη σοσιαλιστική αλλαγή, γαμώ το ζιβάγκο τους. Τα υπέροχα μαγαζιά που μέσα ήταν προσωπικότητες και πνευματικοί άνθρωποι κι είχε δούναι και λαβείν. Πήραν λεφτά απ’ τα κόμματα και βγήκε μπροστά το γούστο τους. Γούστο δεν είχαν, παιδεία δεν είχαν, ευφάνταστο όραμα δεν υπήρχε, κατεβήκανε, μεταμορφωθήκανε σε κασμιρολινάτσες, αρχίσανε να χαίρονται, να τα ντιριντάχτα, να οι αστραφτερές γκόμενές τους… Είχα πάει στον κύριο Χρηστάκη που κόβει πατρόν για πουκάμισα και ρώτησα αν έχει τις λουστρινένιες αντρικές γόβες με τον γκρο φιόγκο του ταυρομάχου που συνοδεύουν το σμόκιν και μου απάντησε: “Κύριε Τζούμα, από τότε που φύγανε οι βασιλείς και ήρθε το ΠΑΣΟΚ πουλάμε μόνο ζιβάγκο”».
Για τη σχέση του με τη θρησκεία λέει: «Ο λόγος που πάντα μου άρεσε ο Μπέκετ, είναι επειδή έχει αυτούς τους ήρωες που παλεύουν για μία αγιοσύνη χωρίς Θεό».
Πιστεύει στην αριστοκρατικότητα της ουτοπίας. «Είναι ένα είδος κομψής αναρχίας. Να ξέρω τους κανόνες του παιχνιδιού και να μπορώ να τους ανατρέπω. Βέβαια, την αναρχία όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Εγώ την αντιλαμβάνομαι στα καλλιτεχνικά καφενεία της Βαρκελώνης τότε που κάποιοι λέγανε πράγματα που της μπουρζουαζίας της σηκωνόταν η τρίχα. Και μετά από χρόνια μιμήθηκε το στυλ τους».
Το στυλ του Κωνσταντίνου Τζούμα πάντως είναι αμίμητο. Και πιστεύουμε πως είμαστε τυχερές που το απολαύσαμε επί δύο ώρες. «Ε, φτάνει, βρε κορίτσια. Πόσα θα πούμε ακόμη; Σφουγγάρια είστε» έκανε πως διαμαρτυρήθηκε. Δεν έφυγε πάντως. Συνεχίσαμε τη συζήτηση σε πιο χαλαρό ύφος για λίγη ώρα ακόμη. Μέχρι να επιστρέψει στις παρέες που περίμεναν να τον απολαύσουν κι αυτές.
(Τις φωτογραφίες τις αλιεύσαμε στο διαδίκτυο γιατί οι δικές μας πήγαν μαζί με τον αδικοχαμένο υπολογιστή που αποθηκεύτηκαν)