Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Dancing with the stars

Δεν το κρύβω. Είμαι ένα λαϊκό κορίτσι. Κυρίως λόγω καταγωγής (όπως και πολλές ντεμέκ αριστοκράτισσες) αλλά και επειδή αγαπώ και σέβομαι τη λαϊκή κουλτούρα. Πριν φτάσω στο σημείο να την αγαπήσω και να τη σεβαστώ, προηγήθηκε καλή γνωριμία μαζί της. Με την ίδια και όχι με τα άλλοτε ελιτίστικα και άλλοτε αισχρά παρακλάδια της. Γιατί αυτή η έρμη λαϊκή κουλτούρα έχει ζήσει τις απίστευτες περιπέτειες κι έχει δώσει αγώνες για να μπορέσει να διατηρηθεί, να μην αλλοιωθεί, να μη μαγαριστεί.
Ο ζεϊμπέκικος αποτελεί μέρος αυτής της κουλτούρας. Είναι ένας χορός με ρίζες που χάνονται στα βάθη των αιώνων κι έτσι κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πώς ξεκίνησε. Σίγουρα πάντως κατέληξε στους Ζεϊμπέκους, κάτι ζόρικους τύπους με θρακοφρυγική καταγωγή. Αντρικός χορός, άλλοτε χορεύεται αντικριστά, άλλοτε μοναχικά, πάντα έχει ένα βάρος, ένα ζόρι κι έναν καημό που μόνο με το χορό εκφράζεται. Ο χορευτής δεν έχει στρέμματα στη διάθεσή του για να απλωθεί και να κάνει τις φιγούρες του, ούτε μια λυσσασμένη και χαζοχαρούμενη παρέα που χτυπάει παλαμάκια και φωνάζει όπα. Δεν έχω σκοπό να αναλύσω πόσο τελετουργικός είναι ο χορός και τι σημαίνει η κάθε του κίνηση. Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει, μπορεί να βρει πληροφορίες παντού. Θα μιλήσω μόνο για την πορεία του στο χρόνο, όπως τη βλέπω εγώ.
Στην Τουρκία έχουν διάφορους ζεϊμπέκικους, τους χορεύουν με βήματα και νομίζω πως τους σέβονται αρκετά. Εδώ είχαμε ξεκινήσει καλά. Επίσης είχαμε διάφορους ζεϊμπέκικους και τους σεβόμασταν. Στην πορεία τους κόψαμε και καθιερώσαμε έναν: Τον βατραχάδικο. Αυτόν που ο χορευτής κάνει μεγάλα πηδήματα, νομίζοντας πως θα φτάσει ψηλά. Και τον μετατρέψαμε σε εθνικό χορό. Άντρες και γυναίκες τον χορεύουν στη χειρότερη, στην πιο κακοποιημένη μουσικά και αισθητικά μορφή του, σ’ αυτά τα αστραφτερά κέντρα, τα δήθεν λαϊκά. Σ’ αυτήν την κακοποιημένη του μορφή, είναι ο χορός του φλώρου, του κάγκουρα, του επιδειξιομανή, του αναζητούντος απεγνωσμένα γκόμενα, του ελληναρά. Σου θυμίζω το ζεϊμπέκικο του Γιώργου Παπανδρέου. Για να γελάσουμε και λίγο.
Στην εποχή του ρεμπέτικου, λίγο πριν και λίγο μετά, ο ζεϊμπέκικος ήταν χορός ιερός. Το τραγούδι που του βάζανε αυτόν το ρυθμό ήταν πονεμένο, λυπητερό, έως και πένθιμο. Εξέφραζε τα ανάλογα συναισθήματα και καταστάσεις. Είναι εσωτερικός χορός. Ο χορευτής κι ο πόνος του. Για να καταλάβεις, επειδή μάλλον έχεις να δεις καιρό να χορεύεται το ζεϊμπέκικο αξιοπρεπώς, σε παραπέμπω σε βίντεο με τον Τσαρούχη. Για να ξέρεις την επόμενη φορά που θα πας να το χορέψεις.
Όσοι σέβονταν το χορό, δεν  τον χορεύανε για να εκφράσουν τη χαρούμενη στιγμή τους στα γλέντια, ή στα νικηφόρα πάρτι. Δεν τον χορεύανε γυναίκες. Έβλεπα κάποτε τον τεράστιο Άκη Πάνου σε συνέντευξή του να λέει ότι όταν παίζει και βλέπει γυναίκες να χορεύουν ζεϊμπέκικο, θέλει να δώσει κλοτσιές. Αν δεν είχε αυτός το λόγο του να το κάνει, ποιος τον είχε;
Στην εποχή της χούντας, προωθήθηκε το γλεντοκόπι που ασελγούσε πάνω στο χορό, το οποίο επί ΠΑΣΟΚ αποθεώθηκε. Έτσι καταλήξαμε στη σημερινή αθλιότητα. Και για το χορό και για τη ζωή μας.
Ως αριστερή, θλίβομαι να βλέπω στο χώρο της αριστεράς εικόνες που μου θυμίζουν το ΠΑΣΟΚ του 80. Θλίβομαι να βλέπω για χορό νίκης το ζεϊμπέκικο από γυναίκα και άλλες γυναίκες από κάτω, που έχουν βάλει τα καλά τους κι έχουν φτιάξει την μπούκλα για τη γιορτή, να χτυπούν παλαμάκια γελώντας, αλαλάζοντας και ουρλιάζοντας επιφωνήματα.

Ένιωσα πως μου πήραν πίσω τη χαρά που μου έδωσε η νίκη της αριστεράς. Θα μου πεις, όλη αυτή η ξινίλα για ένα χορό; Ναι, για ένα χορό που μάλλον θα έχει και συνέχεια. Θυμίζω τα πασοκογλέντια που είχαν καθιερωθεί το 80. Ήταν χορός νίκης, από γυναίκα που δεν ήταν καν σεκλετισμένη, Δεν είχε καμία θλίψη, κανέναν πόνο, κανένα σεβασμό. Δεν είχε τίποτα αριστερό (η αριστερότητα για μένα είναι ένα πλήρες πακέτο και δεν έχει να κάνει μόνο με μαρξιστικές θεωρίες) αυτή η σκηνή. Ελπίζω να μη συνεχίσω να βλέπω τέτοιες εικόνες, να μη ζω τέτοιες καταστάσεις. Να μην καθιερωθεί μια νέα μορφή γλεντοκοπιού ως συνέχεια του πασοκικού είδους. Να το γυρίσουμε στο σεβασμό στη λαϊκή κουλτούρα, πράγμα που νομίζω πως ταιριάζει καλύτερα στην αριστερά.

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Η μετανάστευση είναι η λύση

Είχα γράψει κάποτε σχετικά με τη μετανάστευση στην Ελλάδα τα τελευταία 150 περίπου χρόνια. Διαπιστώνοντας ότι φεύγουν επιστήμονες, που ίσως να ήταν χρήσιμοι στη διαλυμένη χώρα που στο τέλος θα μείνει μόνο με δημοσίους υπαλλήλους, έκρινα πως καλύτερα θα ήταν να μένανε και να αγωνίζονταν μπας και αλλάξει κάτι.
Πέσανε να με φάνε για διάφορους λόγους. Κάποιος αρνιόταν να πιστέψει ότι στις πρώτες καραβιές μεταναστών στην Αμερική δε στείλαμε και τα καλύτερα παιδιά (δεν είναι η δουλειά μου να το αναλύσω κι όποιος θέλει ας αναζητήσει τα σχετικά ιστορικά στοιχεία), επειδή ανάμεσά τους ήταν και ο άγιος πρόγονός του. Και κάποιοι άλλοι –φευγάτοι ασφαλώς- επέμεναν για τη μεγάλη ανάγκη που τους έστειλε στην ξενιτιά και το όραμά τους να επιστρέψουν ως εθνικοί ευεργέτες. Προφανώς δεν κατάλαβαν ότι ποτέ δεν υποστήριξα πως ανήκουν όλοι στην κατηγορία των λιποτακτών. Ασφαλώς υπάρχουν κι αυτοί που δεν τους παίρνει να μείνουν άλλο στο σκατότοπο και φεύγουν χωρίς να τους περιμένει τίποτα έτοιμο εκεί που πάνε και δουλεύουν σκληρά, συχνά σε εχθρικό περιβάλλον, για να ξαναστήσουν τις ζωές τους.
Αυτό το περί λιποτακτών δεν είναι μια από τις υπερβολές με τις οποίες μου αρέσει να παίζω. Κυριολεκτώ. Μετά τη σελίδα που είδα στο φέισμπουκ με τα πρόσωπα των λιποτακτών να ποζάρουν χαζοχαρούμενα, όχι απλώς επιβεβαιώθηκα, αλλά, για άλλη μια φορά, η πραγματικότητα ξεπέρασε την υπερβολή μου.
Δεν ξέρω γιατί, τις ελάχιστες πλέον φορές που μπαίνω, μου πετάγονται διαφημίσεις σελίδων που μόνο με τα ενδιαφέροντά μου δεν ταιριάζουν. Αυτή τη φορά μου πετάχτηκε πρώτη μούρη διαφήμιση για διοργάνωση ελληνικών πάρτι στο Λονδίνο. Η ελληνική κουλτούρα εξάγεται στα πέρατα του κόσμου, σκέφτηκα και ίσως, την ώρα που το σκεφτόμουν, ανασηκώθηκε το δεξί μου φρύδι, ξίνισε η μούρη μου και χαμογέλασα από τη μια μεριά.
Πρώτα σκέφτηκα ότι άμα ζούσα σε ξένη χώρα (πράγμα δύσκολο γιατί δεν έχω ούτε για τα εισιτήρια), δε θα είχα καμία επαφή με Έλληνες. Ή έστω, θα επέλεγα έναν τρόπο να διατηρήσω την επαφή μου μόνο με τη γλώσσα και την κουλτούρα μας και τίποτα παραπάνω. Αλλά τώρα που λέω για κουλτούρα, ποια είναι η κουλτούρα του νεοέλληνα; Αυτή ακριβώς. Τα πάρτι με ελληνικούρες μέχρι το πρωί. Επομένως, ναι. Δε θα είχα καμία επαφή με Έλληνες.
Μπήκα στον πειρασμό να δω πώς είναι αυτά τα πάρτι. Υπήρχε πολύ υλικό, άπειρες φωτογραφίες. Όλες ίδιες: Χέρια ψηλά (όπως ακριβώς το λέει το αθάνατο σουξεδάκι), κεφάλια επίσης, μάτια κλειστά, στόμα ορθάνοιχτο, ότι τραγουδάνε το ρεφρέν με πάθος. Εικόνες της Ελλάδας της περασμένης δεκαετίας. Τότε που όλοι το πρωί ήταν στελέχη και το βράδυ πάρτι άνιμαλς. Τότε που η ζωή μας ήταν ένα ξέφρενο γλεντοκόπι.
Θυμήθηκα πάλι τα επιχειρήματα των αναγνωστών στο κείμενο που είχα γράψει. Κάποιος έλεγε ότι φταίει η γενιά μου. Τώρα που βλέπω τη δική του τη γενιά να έχει βολευτεί μακριά από τα ζόρια και να επαναλαμβάνει τον τρόπο ζωής της δικής μου, απαλλάσσομαι από κάθε ίχνος ενοχής για τα σκατά που φάγαμε τότε. Κι άμα το δούμε αλλιώς, η δική μου η γενιά είναι ανάμεσα στις γενιές που μεγάλωσαν με στερήσεις. Αυτά τα σκατουλάκια που κωλοχτυπιούνται στα λονδρέζικα ελληνικά πάρτι μέχρι το πρωί, δε στερήθηκαν ποτέ και τίποτα. Χάρη στα λάθη της δικής μου γενιάς, μεγάλωσαν στα πούπουλα. Πώς να αντέξουν τα αγκάθια; Και για να βρίσκονται στα Λονδίνα και να γλεντοκοπάνε, κάποιος γονιός (μάλλον της προηγούμενης από τη δική μου γενιά, αλλά δεν έχει σημασία) πλήρωσε για τις σπουδές τους και τα μεταπτυχιακά τους που θα τους δώσουν την απαραίτητη κατάρτηση (την οποία ασφαλώς και δεν ταυτίζω με τη μόρφωση) για να γίνουν πετυχημένα στελέχη. Κάποιος είχε την άνεση να πληρώνει τα εισιτήριά τους, τη διαμονή τους σε ένα μέρος ακριβό, κάποιος ξόδεψε αρκετά για να στήσουν τη λαμπρή τους σταδιοδρομία (ως στελέχη, φαντάζομαι) στο εξωτερικό.
Θα μου πεις τώρα ότι έχω σκάσει από το κακό μου, που βλέπω τους νέους να διασκεδάζουν ξένοιαστα ενώ εγώ τρώω τα μούτρα μου προσπαθώντας να σταθώ στα πόδια μου. Καθόλου. Να κάτσουν εκεί και να συνεχίσουν το γλεντοκόπι. Να πάρουν μαζί τους την Ελλάδα που σιχαθήκαμε και να διαδώσουν τα ήθη της παντού. Να πάρουν μαζί τους και όσους ξέμειναν εδώ. Να γίνουν όλοι μανατζαρέοι, να τα κονομήσουν, να χτίσουν αυτοκρατορίες, να κάνουν όλα όσα ονειρεύονται. Να κάνουν το Λονδίνο και όποια άλλη πόλη τους φιλοξενεί, μια νέα Ελλάδα του 2000. Και να μείνουμε εδώ όσοι έχουμε τη διάθεση να αγωνιστούμε, ν' αλλάξουμε την κατάσταση, αφού αλλάξουμε τους εαυτούς μας. Να αλλάξουμε τρόπο ζωής, να συνεργαστούμε και να ζήσουμε πιο ανθρώπινα. Κι όσοι πιστεύουμε πως το γλέντι είναι τα πανηγύρια στα χωριά και οι μαζώξεις μετά κρασοκατανύξεων στην πόλη. Αυτοί οι ελάχιστοι.
Κι όταν το Λονδίνο και όποια άλλη πόλη τους φιλοξενεί, γίνει σαν την Αθήνα του 2014 (πράγμα αναπόφευκτο για όλο τον πλανήτη), η Ελλάδα να έχει επιστρέψει στις αξίες της. Φανταστικό σενάριο, αλλά τώρα που ανακάλυψαν το δρόμο της μετανάστευσης, όλα είναι πιθανά. Παίρνω πίσω τις ανησυχίες που εξέφρασα στο προηγούμενο κείμενό μου περί μετανάστευσης. Ας πάρουν τα πτυχία τους και την νεοελληνική κουλτούρα τους κι ας φύγουν. Αρκεί να μείνουν εκεί για πάντα.